καθεστηκυία [καθεστηκυῖα] κα-θε-στη-κυ-ί-α επίθ. (με άρθ.) (λόγ.): καθιερωμένη, κυρίαρχη: η ~ άποψη/κατάσταση/λογική/νοοτροπία (= επικρατούσα). Οι ~ες αντιλήψεις. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: η καθεστηκυία τάξη: το παγιωμένο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα· καθεστώς, κατεστημένο: ανατροπή/διατήρηση της ~ας ~ης. Πβ. status quo. Βλ. νέα τάξη (πραγμάτων). [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. καθίστημι ‘τοποθετώ’]
νέα
νέα νέ-α ουσ. (ουδ.) (τα) 1. {σπάν. στον εν. νέο} πρόσφατες εξελίξεις ή γεγονότα: Τα ~ διαδόθηκαν/κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα. Πες μου τα ~ σου! Τι (άλλα) ~; Δεν έχω ~ της εδώ και καιρό (= δεν έχω επικοινωνήσει μαζί της). Δυσάρεστα/ευχάριστα τα ~ για ...|| Το ~ο της ημέρας. Βλ. νεότερο.2. (ειδικότ., στα ΜΜΕ) ειδήσεις: αθλητικά/καλλιτεχνικά/μουσικά/ναυτιλιακά/οικονομικά/πολιτικά/πολιτιστικά ~. Τα τελευταία ~. ~ απ' όλον τον κόσμο. Ακούω τα ~ στο ραδιόφωνο/βλέπω τα ~ στην τηλεόραση. Διαβάζω τα ~ στο διαδίκτυο/στην εφημερίδα. Πβ. επίκαιρα (τα). [< γαλλ. nouvelles]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.