Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καθεστηκυία [καθεστηκυῖα] κα-θε-στη-κυ-ί-α επίθ. (με άρθ.) (λόγ.): καθιερωμένη, κυρίαρχη: η ~ άποψη/κατάσταση/λογική/νοοτροπία (= επικρατούσα). Οι ~ες αντιλήψεις. Κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: η καθεστηκυία τάξη: το παγιωμένο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα· καθεστώς, κατεστημένο: ανατροπή/διατήρηση της ~ας ~ης. Πβ. status quo. Βλ. νέα τάξη (πραγμάτων). [< μτχ. παθ. παρακ. του ρ. καθίστημι ‘τοποθετώ’]

νέα

νέα νέ-α ουσ. (ουδ.) (τα) 1. {σπάν. στον εν. νέο} πρόσφατες εξελίξεις ή γεγονότα: Τα ~ διαδόθηκαν/κυκλοφόρησαν από στόμα σε στόμα. Πες μου τα ~ σου! Τι (άλλα) ~; Δεν έχω ~ της εδώ και καιρό (= δεν έχω επικοινωνήσει μαζί της). Δυσάρεστα/ευχάριστα τα ~ για ...|| Το ~ο της ημέρας. Βλ. νεότερο. 2. (ειδικότ., στα ΜΜΕ) ειδήσεις: αθλητικά/καλλιτεχνικά/μουσικά/ναυτιλιακά/οικονομικά/πολιτικά/πολιτιστικά ~. Τα τελευταία ~. ~ απ' όλον τον κόσμο. Ακούω τα ~ στο ραδιόφωνο/βλέπω τα ~ στην τηλεόραση. Διαβάζω τα ~ στο διαδίκτυο/στην εφημερίδα. Πβ. επίκαιρα (τα). [< γαλλ. nouvelles]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.