Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καθηλώνω κα-θη-λώ-νω ρ. (μτβ.) {καθήλω-σε, καθηλώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, καθηλών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. ακινητοποιώ: Ένα τροχαίο τον ~σε σε αναπηρικό καροτσάκι/στο κρεβάτι. Η κίνηση μας ~σε στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα (πβ. μπλοκάρω). Τα αεροπλάνα ~θηκαν στο αεροδρόμιο λόγω σφοδρής χιονόπτωσης. ~μένος στο γραφείο/στον καναπέ/μπροστά απ' τον υπολογιστή/στην τηλεόραση (= βιδωμένος). Με το βλέμμα ~μένο (= καρφωμένο) στους (τηλεοπτικούς) δέκτες. Βλ. απο~. 2. εκπλήσσω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω: Η επιβλητική θέα/το νέο του βιβλίο σε ~ει. Τους ~σε με την ερμηνεία της. 3. εμποδίζω την ανάπτυξη, καθιστώ στάσιμο: Έχουν ~θεί (= παγώσει) οι δαπάνες για .../τα έργα. Η ομάδα παραμένει ~μένη στην τελευταία θέση. ~μένοι (= κολλημένοι) στο παρελθόν/χθες. Πβ. αδρανοποιώ, (απο)τελματώνω, βαλτώνω, λιμνάζω. [< μτγν. καθηλῶ ‘καρφώνω’, γαλλ. clouer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.