καθηλώνω κα-θη-λώ-νω ρ. (μτβ.) {καθήλω-σε, καθηλώ-σει, -θηκε, -θεί, -μένος, καθηλών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. ακινητοποιώ: Ένα τροχαίο τον ~σε σε αναπηρικό καροτσάκι/στο κρεβάτι. Η κίνηση μας ~σε στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα (πβ. μπλοκάρω). Τα αεροπλάνα ~θηκαν στο αεροδρόμιο λόγω σφοδρής χιονόπτωσης. ~μένος στο γραφείο/στον καναπέ/μπροστά απ' τον υπολογιστή/στην τηλεόραση (= βιδωμένος). Με το βλέμμα ~μένο (= καρφωμένο) στους (τηλεοπτικούς) δέκτες. Βλ. απο~.2. εκπλήσσω, εντυπωσιάζω, θαμπώνω: Η επιβλητική θέα/το νέο του βιβλίο σε ~ει. Τους ~σε με την ερμηνεία της.3. εμποδίζω την ανάπτυξη, καθιστώ στάσιμο: Έχουν ~θεί (= παγώσει) οι δαπάνες για .../τα έργα. Η ομάδα παραμένει ~μένη στην τελευταία θέση. ~μένοι (= κολλημένοι) στο παρελθόν/χθες. Πβ. αδρανοποιώ, (απο)τελματώνω, βαλτώνω, λιμνάζω. [< μτγν. καθηλῶ ‘καρφώνω’, γαλλ. clouer]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.