Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καθολικός , ή, ό κα-θο-λι-κός επίθ. 1. που αφορά όλους συνολικά και χωρίς εξαίρεση, που είναι κοινός στους πάντες: ~ή: αντίδραση/απεργία/αποχή/επιδοκιμασία/πρόσβαση/προσπάθεια/συμμετοχή/συναίνεση/υποστήριξη. ~ό: αίτημα/σύστημα (ασφαλείας). ~ές: αξίες/αρχές. ~ά: δικαιώματα/κριτήρια. Γεγονός ~ής σημασίας. Μέτρο με ~ή ισχύ. Θέματα ~ού ενδιαφέροντος. Γνώμη με ~ό κύρος. Έτυχε ~ής αναγνώρισης/αποδοχής. Πβ. γεν-, συλλογ-, συνολ-, οικουμεν-ικός. Βλ. ειδ-, μερ-ικός.|| (ΦΙΛΟΣ.-ΓΛΩΣΣ.) ~ή: γλώσσα. ~οί: όροι (ΑΝΤ. επιμέρους). ~ές: αλήθειες/έννοιες/προτάσεις. ~ά: χαρακτηριστικά (= καθολικά). Η Φιλοσοφία ως ~ή επιστήμη.|| (ΜΑΘ.) ~ή: μεταβλητή. ~ό: σύνολο. 2. που επεκτείνεται σε όλους τους τομείς· ολοκληρωτικός, πλήρης: ~ός: έλεγχος. ~ή: (ΙΑΤΡ.) αμνησία (: αφορά και παλαιότερα και πρόσφατα γεγονότα)/απαγόρευση (του καπνίσματος)/διαφωνία/επικράτηση (= απόλυτη)/ήττα/θεώρηση (ενός φαινομένου)/κρίση (του πολιτισμού)/ρήξη/υπεροχή.|| ~ή: παιδεία (βλ. ουμανισμός). Άνθρωπος πολυμαθής, ~ό πνεύμα της εποχής του (βλ. πανεπιστήμων, παντογνώστης). 3. ΘΡΗΣΚ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ) που σχετίζεται με τον καθολικισμό: ~ός: ιερέας (βλ. αβάς)/ναός. ~ή: ιεραρχία. ~ό: δόγμα/μοναστήρι (βλ. αβαείο)/σχολείο. Η ~ή Εκκλησία. Βλ. ορθόδοξος, προτεσταντικός. ΣΥΝ. ρωμαιοκαθολικός ● Ουσ.: καθολικός, καθολική & (προφ.) καθολικιά (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): χριστιανός που είναι μέλος της καθολικής Εκκλησίας: το Πάσχα των ~ών. Βλ. ορθόδοξος, προτεστάντης. ● επίρρ.: καθολικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς]: ~ αποδεκτός. ● ΣΥΜΠΛ.: καθολική υπηρεσία: έννοια που αναπτύχθηκε από τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως στόχο να εξασφαλίσει την παροχή υψηλής ποιότητας τηλεπικοινωνιακών και ταχυδρομικών υπηρεσιών σε όλους τους κατοίκους κάθε κράτους-μέλους, χωρίς διακρίσεις και σε προσιτή τιμή., καθολική γραμματική βλ. γραμματική, καθολική ψηφοφορία βλ. ψηφοφορία [< 1,2: αρχ.-μτγν. καθολικός, γαλλ. universel 3: μεσν. καθολικός]

γραμματική

γραμματική γραμ-μα-τι-κή ουσ. (θηλ.) 1. ΓΛΩΣΣ. το σύστημα των φωνητικών, φωνολογικών, μορφολογικών, συντακτικών και σημασιολογικών κανόνων μιας γλώσσας και γενικότ. κάθε θεωρητικό πρότυπο μελέτης και περιγραφής της δομής της: η ~ της Αγγλικής/Γαλλικής.|| Επικοινωνιακή/ιστορική/ιστορικοσυγκριτική/συγχρονική ~.|| (ΛΟΓΟΤ.) Ποιητική ~ (: των λογοτεχνικών κειμένων και ιδ. της ποίησης· βλ. ύφος). 2. (συνεκδ.) το εγχειρίδιο που περιγράφει τους σχετικούς κανόνες καθώς και το αντίστοιχο μάθημα στο σχολείο: Νεοελληνική ~. ~ για αρχάριους/προχωρημένους. Βλ. λεξικό.|| Ασκήσεις ~ής. Μαθαίνουμε ορθογραφία και ~. Έχει αδυναμίες στη ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενετική-μετασχηματιστική γραμματική: θεωρία του Noam Chomsky, ερμηνευτικό μοντέλο της ικανότητας του ομιλητή μιας γλώσσας να σχηματίζει με έναν περιορισμένο αριθμό κανόνων, απεριόριστο αριθμό προτάσεων· περιγράφει τις διεργασίες που οδηγούν από τη βαθιά στην επιφανειακή δομή της γλώσσας. [< αγγλ. generative transformational grammar, 1959] , καθολική γραμματική: θεωρία που αναζητά ένα γενικό γραμματικό μοντέλο, στο οποίο ανάγονται οι δομές και οι κανονικότητες όλων των γλωσσών. [< αγγλ. universal grammar] , λειτουργική γραμματική: μελέτη της επικοινωνιακής λειτουργίας των λεξικών και γραμματικών στοιχείων μιας γλώσσας· γενικότ. η έμφαση στην πραγματολογική διάσταση της γλώσσας ως οργάνου κοινωνικής αλληλεπίδρασης. [< γαλλ. grammaire fonctionnelle] , παραδοσιακή γραμματική: το σύνολο των τάσεων και των μεθόδων σχετικά με τη μελέτη μιας γλώσσας πριν από την εδραίωση της γλωσσολογίας ως επιστήμης. Πβ. σχολική γραμματική., περιγραφική γραμματική: που περιγράφει συστηματικά τη δομή και τη λειτουργία των στοιχείων μιας γλώσσας, όπως αυτή μαρτυρείται σε δείγματα ομιλίας ή γραφής, χωρίς να ρυθμίζει τη χρήση της. [< γαλλ. grammaire descriptive ] , ρυθμιστική γραμματική (αρνητ. συνυποδ.): που επιδιώκει τη ρύθμιση της γλώσσας σύμφωνα με ορισμένα ιστορικά, λογικά και αισθητικά κριτήρια. [< γαλλ. grammaire normative] , σχολική γραμματική 1. αυτή που διδάσκεται στο σχολείο. 2. παραδοσιακή γραμματική., τυπική γραμματική: ΜΑΘ. αφηρημένη δομή που περιγράφει μια τυπική γλώσσα. Βλ. αλγόριθμος. [< αγγλ. formal grammar] [< αρχ. γραμματική (τέχνη)]

ορθόδοξος

ορθόδοξος, η/ος, ο [ὀρθόδοξος] ορ-θό-δο-ξος επίθ. ΑΝΤ. ανορθόδοξος 1. ΕΚΚΛΗΣ. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο) που σχετίζεται με την Ορθοδοξία: ~ος: γάμος/κλήρος/λόγος/μοναχισμός/σύλλογος/Τύπος/χριστιανισμός. ~η/ος: διδασκαλία/ενορία/ζωή/θεολογία/ιεραποστολή/κοινότητα/λατρεία/λειτουργία/μητρόπολη/νεολαία/ομολογία (: ομολογία πίστεως)/παράδοση/πίστη/πνευματικότητα. ~ο: δόγμα/ήθος/ποίμνιο/τυπικό/φρόνημα. ~οι: Άγιοι/λαοί/ναοί. ~ες: χώρες. ~α: κείμενα/μοναστήρια. Βλ. νεο~.|| (πλεοναστ.) ~ος: (Αρχι)επίσκοπος. Το ~ο Οικουμενικό Πατριαρχείο. ΑΝΤ. αιρετικός (1) 2. που θεωρείται ορθός και κατ' επέκτ. που ακολουθεί ή γίνεται σύμφωνα με τα καθιερωμένα πρότυπα: ~ος: τρόπος (σκέψης). ~η: άποψη/θεώρηση/μέθοδος.|| (για πρόσ.) ~ος: κομμουνιστής/μαρξιστής. Πβ. συμβατικός. ● Ουσ.: ορθόδοξος, ορθόδοξη (ο/η) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ο): ΕΚΚΛΗΣ. χριστιανός που είναι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας: Έλληνες ~οι (: ελληνορθόδοξοι). Το Πάσχα των ~όξων. Βλ. ετερόδοξος. ● επίρρ.: ορθόδοξα & (λόγ.) ορθοδόξως [< μτγν. ὀρθόδοξος, γαλλ. orthodoxe, αγγλ. orthodox]

πανεπιστήμων

πανεπιστήμων πα-νε-πι-στή-μων ουσ. (αρσ. + θηλ.) {πανεπιστήμ-ονος, -ονα | -ονες, -όνων} (λόγ.): άνθρωπος με πολύπλευρη παιδεία· (κατ΄επέκτ.) παντογνώστης. [< μτγν. πανεπιστήμων] ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ψηφοφορία

ψηφοφορία ψη-φο-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.): διαδικασία μέσω της οποίας ασκείται το εκλογικό δικαίωμα ή δηλώνεται προσωπική προτίμηση, ώστε να ληφθούν συλλογικές αποφάσεις: ανοιχτή/ενεργή/επαναληπτική/επίσημη/κλειστή/ονλάιν/παγκόσμια ~. Αίθουσα/αποτελέσματα/διεξαγωγή/ώρες ~ας. Έναρξη/λήξη/ολοκλήρωση της ~ας. ~ με απλή/απόλυτη/ειδική πλειοψηφία. ~ δι' αλληλογραφίας/διά ανατάσεως της χειρός/διά βοής. Διενεργείται ~ για ... Απέχω από την/παίρνω μέρος στην ~. Θέτω κάτι σε ~. Κάνω ~ για κάτι. Κρίσιμη ~ για τον προϋπολογισμό. Βλ. εκλογές, τηλε~, -φορία. ● ΣΥΜΠΛ.: ηλεκτρονική ψηφοφορία: η οποία πραγματοποιείται ηλεκτρονικά, συνήθ. μέσω διαδικτύου. [< αγγλ. electronic/e- voting, περ. 1960] , καθολική ψηφοφορία: σύστημα στο οποίο έχουν δικαίωμα ψήφου όλοι οι ενήλικοι πολίτες που πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις: αρχή της ~ής ~ας., μυστική ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος τοποθετεί το ψηφοδέλτιο σε φάκελο πίσω από παραβάν και το ρίχνει σε κάλπη, με αποτέλεσμα η ψήφος του να παραμένει κρυφή: αρχαιρεσίες με ~ ~., φανερή ψηφοφορία: διαδικασία κατά την οποία ο ψηφοφόρος εκφράζει την προτίμησή του με ανάταση του χεριού ή αναφωνώντας ναι, όχι ή παρών: ονομαστική ~ ~ (στη Βουλή)., άμεση εκλογή βλ. εκλογή, έμμεση εκλογή βλ. εκλογή, ονομαστική ψηφοφορία βλ. ονομαστικός [< αρχ. ψηφοφορία]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.