Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καθοριστικός , ή, ό κα-θο-ρι-στι-κός επίθ.: που διαμορφώνει, επηρεάζει κάτι με καταλυτικό συνήθ. τρόπο: ~ός: αγώνας/ρόλος. ~ή: αλλαγή/μάχη/νίκη/παρέμβαση/παρουσία. ~ό: αποτέλεσμα. ~ές: επιλογές/κινήσεις. Γεγονός ~ής σημασίας. Εβδομάδα ~ών εξελίξεων. Η συμβολή του υπήρξε ~ή. Η μόρφωση αποτελεί ~ό παράγοντα για την πορεία της ζωής κάθε ατόμου. Πβ. κρίσ-, πολύτ-ιμος, σημαντικός, σπουδαίος. ΣΥΝ. αποφασιστικός (1) ● επίρρ.: καθοριστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] [< μτγν. καθοριστικός, γαλλ. déterminant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.