Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καθούμενος , η, ο κα-θού-με-νος επίθ.: που κάθεται. Πβ. καθήμενος, καθισμένος. Κυρ. στη ● ΦΡ.: στα καλά καθούμενα/του καθουμένου & των καθουμένων (προφ.): για κάτι που συμβαίνει αναπάντεχα και προκαλεί συνήθ. δυσάρεστη έκπληξη, έτσι ξαφνικά: Μα, πώς χάλασε (έτσι) ~ ~;

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.