Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καινός , ή, ό και-νός επίθ. (λόγ.): καινούργιος. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καινός άνθρωπος: ΕΚΚΛΗΣ. ψυχικά αναγεννημένος., καινά δαιμόνια βλ. δαιμόνιο, Καινή Διαθήκη βλ. διαθήκη ● ΦΡ.: ουδέν καινόν υπό τον ήλιον (γνωμ.): καθετί που παρουσιάζεται ως καινούργιο, στην πραγματικότητα έχει ξανασυμβεί. Βλ. κρυπτός. [< αρχ. καινός]

δαιμόνιο

δαιμόνιο δαι-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {δαιμονί-ου} 1. κακό πνεύμα που θεωρείται ότι καταλαμβάνει τον άνθρωπο: Μπήκε μέσα του το ~ και τον βασάνιζε. Εξορκισμοί για να φύγουν τα ~α. Πβ. καλικάντζαρος, ξωτικό, στοιχειό, τελώνιο. Βλ. παν~. 2. (μτφ.) ιδιαίτερη ικανότητα, ευφυΐα σε κάποιον τομέα: αστυνομικό/δημοσιογραφικό/επιχειρηματικό/συγγραφικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: καινά δαιμόνια: νεωτεριστικές ιδέες που διαταράσσουν την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων: Εισάγει/σπέρνει ~ ~. ● ΦΡ.: με πιάνουν τα δαιμόνια μου (προφ.): εκνευρίζομαι πολύ. Πβ. δαιμονίζομαι., το ελληνικό δαιμόνιο: ικανότητες που στερεοτυπικά αποδίδονται στον Έλληνα· ειρων. τα ελαττώματά του: ~ ~ διαπρέπει/θριαμβεύει στο εξωτερικό/στον τομέα της έρευνας. [< 1: μτγν. δαιμόνιον]

διαθήκη

διαθήκη δι-α-θή-κη ουσ. (θηλ.) {διαθηκών} 1. ΝΟΜ. έγγραφο με το οποίο δηλώνεται η βούληση κάποιου για τον τρόπο διάθεσης της περιουσίας του μετά θάνατον: γνήσια ~. Δημόσια ~ (: συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου με παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερο συμβολαιογράφο και έναν μάρτυρα). Μυστική (: γράφεται και υπογράφεται ιδιωτικά, σφραγίζεται και παραδίδεται σε δικηγόρο ή συμβολαιογράφο, για να αναγνωστεί μετά τον θάνατο του διαθέτη) ~. Ιδιόγραφη ή ιδιόχειρη ~. Ανάκληση/άνοιγμα/προσβολή/σύνταξη ~ης. Ορίστηκε διαχειριστής της ~ης του θείου του. Με τη ~ του καθιστά τον γιο του γενικό κληρονόμο της περιουσίας του. Πέθανε χωρίς να αφήσει ~. Βλ. κληρονομιά, συν~. ΣΥΝ. διάταξη τελευταίας βούλησης 2. (μτφ.) παρακαταθήκη που κληροδοτούν οι παλαιότερες γενιές ή ειδικότ. μια προσωπικότητα στους μεταγενέστερους: πνευματική/πολιτική ~. Το έργο του είναι η ~ του στις επερχόμενες γενιές. Βλ. υποθήκη. ● ΣΥΜΠΛ.: Καινή Διαθήκη (συντομ. ΚΔ): ΕΚΚΛΗΣ. το δεύτερο μέρος των βιβλίων της Αγίας Γραφής (είκοσι επτά βιβλία: Ευαγγέλια, Πράξεις των Αποστόλων, Επιστολές, Αποκάλυψη), που αναφέρεται στα μετά τη γέννηση του Ιησού γεγονότα και στη νέα συμφωνία του Θεού με το ανθρώπινο γένος., Παλαιά Διαθήκη (συντομ. ΠΔ): ΕΚΚΛΗΣ. το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής, συλλογή σαράντα εννέα βιβλίων, γραμμένων κυρ. στην Εβραϊκή, τα οποία αναφέρονται στη δημιουργία του κόσμου, στην ιστορία και τη θρησκεία του ιουδαϊκού λαού: μετάφραση της ~άς ~ης στην Ελληνιστική Κοινή (: μετάφραση των Εβδομήκοντα)., εκτελεστής διαθήκης βλ. εκτελεστής [< 1: αρχ. διαθήκη 2: μτγν. ~]

κρυπτός

κρυπτός, ή, ό κρυ-πτός επίθ. (λόγ.): κρυφός. ● ΦΡ.: εν κρυπτώ (και παραβύστω) (αρχαιοπρ.): στα κρυφά, με μεγάλη μυστικότητα: απόφαση/συμφωνία ~ ~. Συναντήθηκαν ~ ~. Πβ. κεκλεισμένων των θυρών., ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) (γνωμ.): τίποτα δεν παραμένει για πάντα κρυφό, όλα κάποια στιγμή αποκαλύπτονται. [< αρχ. κρυπτός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.