καινός , ή, ό και-νός επίθ. (λόγ.): καινούργιος. Κυρ. στα ● ΣΥΜΠΛ.: καινός άνθρωπος: ΕΚΚΛΗΣ. ψυχικά αναγεννημένος., καινά δαιμόνια βλ. δαιμόνιο, Καινή Διαθήκη βλ. διαθήκη ● ΦΡ.: ουδέν καινόν υπό τον ήλιον (γνωμ.): καθετί που παρουσιάζεται ως καινούργιο, στην πραγματικότητα έχει ξανασυμβεί. Βλ. κρυπτός. [< αρχ. καινός]
δαιμόνιο
δαιμόνιο δαι-μό-νι-ο ουσ. (ουδ.) {δαιμονί-ου} 1. κακό πνεύμα που θεωρείται ότι καταλαμβάνει τον άνθρωπο: Μπήκε μέσα του το ~ και τον βασάνιζε. Εξορκισμοί για να φύγουν τα ~α. Πβ. καλικάντζαρος, ξωτικό, στοιχειό, τελώνιο. Βλ. παν~. 2. (μτφ.) ιδιαίτερη ικανότητα, ευφυΐα σε κάποιον τομέα: αστυνομικό/δημοσιογραφικό/επιχειρηματικό/συγγραφικό ~. ● ΣΥΜΠΛ.: καινά δαιμόνια: νεωτεριστικές ιδέες που διαταράσσουν την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων: Εισάγει/σπέρνει ~ ~. ● ΦΡ.: με πιάνουν τα δαιμόνια μου (προφ.): εκνευρίζομαι πολύ. Πβ. δαιμονίζομαι., το ελληνικό δαιμόνιο: ικανότητες που στερεοτυπικά αποδίδονται στον Έλληνα· ειρων. τα ελαττώματά του: ~ ~ διαπρέπει/θριαμβεύει στο εξωτερικό/στον τομέα της έρευνας. [< 1: μτγν. δαιμόνιον]
διαθήκη
διαθήκη δι-α-θή-κη ουσ. (θηλ.) {διαθηκών} 1. ΝΟΜ. έγγραφο με το οποίο δηλώνεται η βούληση κάποιου για τον τρόπο διάθεσης της περιουσίας του μετά θάνατον: γνήσια ~. Δημόσια ~ (: συντάσσεται ενώπιον συμβολαιογράφου με παρόντες τρεις μάρτυρες ή δεύτερο συμβολαιογράφο και έναν μάρτυρα). Μυστική (: γράφεται και υπογράφεται ιδιωτικά, σφραγίζεται και παραδίδεται σε δικηγόρο ή συμβολαιογράφο, για να αναγνωστεί μετά τον θάνατο του διαθέτη) ~. Ιδιόγραφη ή ιδιόχειρη ~. Ανάκληση/άνοιγμα/προσβολή/σύνταξη ~ης. Ορίστηκε διαχειριστής της ~ης του θείου του. Με τη ~ του καθιστά τον γιο του γενικό κληρονόμο της περιουσίας του. Πέθανε χωρίς να αφήσει ~. Βλ. κληρονομιά, συν~. ΣΥΝ. διάταξη τελευταίας βούλησης 2. (μτφ.) παρακαταθήκη που κληροδοτούν οι παλαιότερες γενιές ή ειδικότ. μια προσωπικότητα στους μεταγενέστερους: πνευματική/πολιτική ~. Το έργο του είναι η ~ του στις επερχόμενες γενιές. Βλ. υποθήκη. ● ΣΥΜΠΛ.: Καινή Διαθήκη (συντομ. ΚΔ): ΕΚΚΛΗΣ. το δεύτερο μέρος των βιβλίων της Αγίας Γραφής (είκοσι επτά βιβλία: Ευαγγέλια, Πράξεις των Αποστόλων, Επιστολές, Αποκάλυψη), που αναφέρεται στα μετά τη γέννηση του Ιησού γεγονότα και στη νέα συμφωνία του Θεού με το ανθρώπινο γένος., Παλαιά Διαθήκη (συντομ. ΠΔ): ΕΚΚΛΗΣ. το πρώτο μέρος της Αγίας Γραφής, συλλογή σαράντα εννέα βιβλίων, γραμμένων κυρ. στην Εβραϊκή, τα οποία αναφέρονται στη δημιουργία του κόσμου, στην ιστορία και τη θρησκεία του ιουδαϊκού λαού: μετάφραση της ~άς ~ης στην Ελληνιστική Κοινή (: μετάφραση των Εβδομήκοντα)., εκτελεστής διαθήκης βλ. εκτελεστής [< 1: αρχ. διαθήκη 2: μτγν. ~]
κρυπτός
κρυπτός, ή, ό κρυ-πτός επίθ. (λόγ.): κρυφός. ● ΦΡ.: εν κρυπτώ (και παραβύστω) (αρχαιοπρ.): στα κρυφά, με μεγάλη μυστικότητα: απόφαση/συμφωνία ~ ~. Συναντήθηκαν ~ ~. Πβ. κεκλεισμένων των θυρών., ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) (γνωμ.): τίποτα δεν παραμένει για πάντα κρυφό, όλα κάποια στιγμή αποκαλύπτονται. [< αρχ. κρυπτός]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.