κακαρίζω κα-κα-ρί-ζω ρ. (αμτβ.) {κακάρι-σε}: (μτφ.-προφ.-μειωτ.) γελώ ή φλυαρώ ηχηρά και διαπεραστικά. Βλ. χασκογελώ, χαχανίζω. ● κακαρίζει: (για κότα) βγάζει τη χαρακτηριστική της φωνή (κα κα κα). Βλ. κράζω. [< μεσν. κακαρίζω, ηχομιμητ. λ.]
κράζω
κράζω κρά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έκρα-ξα, κράζ-οντας} 1. (μτφ.-προφ.) επιπλήττω ή αποδοκιμάζω έντονα, γιουχάρω: Ο διευθυντής τον ~ξε χοντρά για την αργοπορία του.|| Οι οπαδοί ~ξαν άσχημα παίκτες και προπονητή.2. (μτφ.) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: Σε ακούμε, δεν χρειάζεται να ~εις! Έκραζε από τον πόνο (πβ. σκούζω). Πβ. ανα~. ● κράζει: (για κορακοειδή) βγάζει φωνή. ΣΥΝ. κρώζει ● βλ. κραγμένος [< 2: αρχ. κράζω]
χασκογελώ
χασκογελώ [χασκογελῶ] χα-σκο-γε-λώ ρ. (αμτβ.) {χασκογελ-άς ..., -ώντας | χασκογέλ-ασε, -άσει} & χασκογελάω (προφ.): γελώ με ανοιχτό το στόμα, συνήθ. χωρίς ιδιαίτερο λόγο: Τι ~άς; Καλαμπουρίζουν και ~ούν. Πβ. χαζογελώ, χαχανίζω. Βλ. κακαρίζω.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.