Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κακαρίζω κα-κα-ρί-ζω ρ. (αμτβ.) {κακάρι-σε}: (μτφ.-προφ.-μειωτ.) γελώ ή φλυαρώ ηχηρά και διαπεραστικά. Βλ. χασκογελώ, χαχανίζω.κακαρίζει: (για κότα) βγάζει τη χαρακτηριστική της φωνή (κα κα κα). Βλ. κράζω. [< μεσν. κακαρίζω, ηχομιμητ. λ.]

κράζω

κράζω κρά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έκρα-ξα, κράζ-οντας} 1. (μτφ.-προφ.) επιπλήττω ή αποδοκιμάζω έντονα, γιουχάρω: Ο διευθυντής τον ~ξε χοντρά για την αργοπορία του.|| Οι οπαδοί ~ξαν άσχημα παίκτες και προπονητή. 2. (μτφ.) φωνάζω δυνατά, κραυγάζω: Σε ακούμε, δεν χρειάζεται να ~εις! Έκραζε από τον πόνο (πβ. σκούζω). Πβ. ανα~.κράζει: (για κορακοειδή) βγάζει φωνή. ΣΥΝ. κρώζει ● βλ. κραγμένος [< 2: αρχ. κράζω]

χασκογελώ

χασκογελώ [χασκογελῶ] χα-σκο-γε-λώ ρ. (αμτβ.) {χασκογελ-άς ..., -ώντας | χασκογέλ-ασε, -άσει} & χασκογελάω (προφ.): γελώ με ανοιχτό το στόμα, συνήθ. χωρίς ιδιαίτερο λόγο: Τι ~άς; Καλαμπουρίζουν και ~ούν. Πβ. χαζογελώ, χαχανίζω. Βλ. κακαρίζω.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.