Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κακοήθης , ης, ες κα-κο-ή-θης επίθ. {ουδ. κακόηθες, κακοήθ-ους | -εις (ουδ. -η), -ων} 1. ΙΑΤΡ. καρκινικός· (γενικότ. για νόσο) που είναι βαριάς μορφής: ~ης: όγκος. ~ης: εξαλλαγή (πολυπόδων). ~ες: νεόπλασμα. ~η: κύτταρα. Βλ. καλπάζων, κεραυνοβόλος, μεταστατικός, -ωμα2.|| ~ης: αναιμία/παχυσαρκία. ΑΝΤ. καλοήθης 2. ανήθικος, αχρείος, μοχθηρός: ~ης: εκμετάλλευση/φάρσα. ~η: σχόλια (= κακεντρεχή, κακόβουλα, κακοπροαίρετα). Πβ. άθλιος, αισχρός, φαύλος, χυδαίος. ● ΣΥΜΠΛ.: κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο βλ. νευροληπτικός [< 1: γαλλ. malin 2: αρχ. κακοήθης, αγγλ. cacoëthes]

καλπάζων

καλπάζων, ουσα, ον καλ-πά-ζων επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που εντείνεται ταχύτατα ή εξελίσσεται ραγδαία: ~ουσα: εγκληματικότητα. Η τιμή του πετρελαίου αυξάνεται με ~οντες ρυθμούς.|| ~ουσα: φαντασία (= αχαλίνωτη).|| (ΙΑΤΡ.) ~ουσα: φυματίωση. ~ουσα μορφή καρκίνου. Πβ. κακοήθης, κεραυνοβόλος.|| ~ουσα: τεχνολογία (βλ. ακμάζων). 2. που καλπάζει: ~οντα: άλογα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλπάζων πληθωρισμός βλ. πληθωρισμός [< αρχ. καλπάζων, γαλλ. galopant]

νευροληπτικός

νευροληπτικός, ή, ό νευ-ρο-λη-πτι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προκαλεί νευρολογικές διαταραχές ή που σχετίζεται με τα νευροληπτικά: ~ή: αγωγή. ~ές: ουσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο: σοβαρή ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση στα αντιψυχωτικά φάρμακα, που χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία, πυρετό, υπόταση ή υπέρταση, ταχυκαρδία, ωχρότητα και εγκεφαλοπάθεια. [< αγγλ. Neuroleptic Malignant Syndrome (NMS)] [< αγγλ. neuroleptic, 1959, γαλλ. neuroleptique, 1955]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.