καλπάζων, ουσα, ον καλ-πά-ζων επίθ. (λόγ.) 1. (μτφ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.) που εντείνεται ταχύτατα ή εξελίσσεται ραγδαία: ~ουσα: εγκληματικότητα. Η τιμή του πετρελαίου αυξάνεται με ~οντες ρυθμούς.|| ~ουσα: φαντασία (= αχαλίνωτη).|| (ΙΑΤΡ.) ~ουσα: φυματίωση. ~ουσα μορφή καρκίνου. Πβ. κακοήθης, κεραυνοβόλος.|| ~ουσα: τεχνολογία (βλ. ακμάζων).2. που καλπάζει: ~οντα: άλογα. ● ΣΥΜΠΛ.: καλπάζων πληθωρισμός βλ. πληθωρισμός [< αρχ. καλπάζων, γαλλ. galopant]
νευροληπτικός
νευροληπτικός, ή, ό νευ-ρο-λη-πτι-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που προκαλεί νευρολογικές διαταραχές ή που σχετίζεται με τα νευροληπτικά: ~ή: αγωγή. ~ές: ουσίες. ● ΣΥΜΠΛ.: κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο: σοβαρή ιδιοσυγκρασιακή αντίδραση στα αντιψυχωτικά φάρμακα, που χαρακτηρίζεται από δυσκαμψία, πυρετό, υπόταση ή υπέρταση, ταχυκαρδία, ωχρότητα και εγκεφαλοπάθεια. [< αγγλ. Neuroleptic Malignant Syndrome (NMS)] [< αγγλ. neuroleptic, 1959, γαλλ. neuroleptique, 1955]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.