Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κακόζηλος , η, ο κα-κό-ζη-λος επίθ.: (κυρ. για προφ. ή γραπτό λόγο) που μιμείται χωρίς επιτυχία το πρότυπό του: (ΦΙΛΟΛ.) ~ες: εκφράσεις/λέξεις (= επιτηδευμένες). Πβ. κακέκτυπος. [< μτγν. κακόζηλος ‘που έχει κακό γούστο’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.