καλαμάρι κα-λα-μά-ρι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΩΟΛ. θαλάσσιο κεφαλόποδο μαλάκιο (επιστ. ονομασ. Loligo vulgaris) που συγγενεύει με τη σουπιά και έχει μακρύ κυλινδρικό σώμα με πτερύγια σε κάθε πλευρά στο πίσω μέρος του και εσωτερικό κέλυφος με δέκα βραχίονες (πλοκάμια), δύο από τους οποίους είναι πιο ανεπτυγμένοι για τη σύλληψη της τροφής του: γιγάντιο ~.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ια γεμιστά. Πβ. καλαμαράκια. Βλ. θράψαλο.2. (παρωχ.) μελανοδοχείο. ● ΦΡ.: χαρτί και καλαμάρι (μτφ.-προφ.): με κάθε λεπτομέρεια: Μου τα είπε όλα ~ ~. [< μεσν. καλαμάρι(ο)ν, πβ. αγγλ. calamari, περ. 1961]
καλαμαριέρα κα-λα-μα-ριέ-ρα ουσ. (θηλ.): δόλωμα, συνήθ. τεχνητό, που δένεται στην πετονιά για την αλίευση καλαμαριών: (φωσφοριζέ) ~ σε σχήμα μικρού ψαριού. Βλ. πεταλούδα, συρτή.
καλαμαρίστικα κα-λα-μα-ρί-στι-κα ουσ. (ουδ.) (τα) (στην Κύπρο, συνήθ. μειωτ.): η Κοινή Νεοελληνική σε αντιδιαστολή με την κυπριακή διάλεκτο.
θράψαλο
θράψαλοθρά-ψα-λο ουσ. (ουδ.): ΖΩΟΛ. κεφαλόποδο (επιστ. ονομασ. Todarodes sagittatus) που μοιάζει με καλαμάρι, είναι όμως κατώτερης ποιότητας: ~α σε ροδέλες/γεμιστά με ρύζι. [< θρύψαλο]
πεταλούδα
πεταλούδαπε-τα-λού-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΖΩΟΛ. έντομο της τάξης των λεπιδόπτερων με στενόμακρο σώμα, μακριές κεραίες και χρωματιστά ή πολύχρωμα φτερά: νυκτόβια ~ (= νυχτο~). ~ μονάρχης (: είδος ~ας με χαρακτηριστικά πορτοκαλί και μαύρα σχέδια). Ο βιολογικός κύκλος της ~ας (: αβγό, κάμπια, χρυσαλλίδα, ακμαίο). Συλλογή από ~ες.2. ΑΘΛ. στιλ κολύμβησης, κατά το οποίο το σώμα είναι σε πρηνή θέση και τα χέρια κινούνται ταυτόχρονα και κυκλικά από πίσω προς τα εμπρός, ενώ τα πόδια προς τα πάνω και κάτω: ~ ανδρών/γυναικών. Κατέκτησε το χρυσό στα 100μ. ~. Βλ. ελεύθερο, πρόσθιο, ύπτιο.3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει με τα φτερά του συγκεκριμένου εντόμου: γυαλιά (βλ. νυχτερίδα)/μαχαίρι (: πτυσσόμενος σουγιάς) ~. Βλ. παπιγιόν.|| (ΤΕΧΝΟΛ.) ~ γκαζιού (: σε οχήματα).|| Ψάρεμα με ~ (: τεχνητό δόλωμα από δύο χρωματιστές μεταλλικές λεπίδες που περιστρέφονται γύρω από μεταλλικό σύρμα).4. ΙΑΤΡ. μικρός φλεβικός καθετήρας για χορήγηση ορού, αίματος ή φαρμάκου χωρίς χρήση βελόνας. 5. ΙΧΘΥΟΛ. ψάρι του γλυκού νερού (επιστ. ονομασ. Carassius auratus gibelio) που ζει σε περιοχές με πυκνή υδρόβια βλάστηση και λασπώδη πυθμένα. ● Υποκ.: πεταλουδίτσα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: πεταλούδα/πεταλουδίτσα της νύχτας (ευφημ.): ιερόδουλη., φαινόμενο της πεταλούδας & θεωρία/σύνδρομο της πεταλούδας: ΜΑΘ. (στη θεωρία του χάους) η ιδέα ότι μια μικρή αλλαγή στις αρχικές συνθήκες ενός δυναμικού συστήματος μπορεί να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε σημαντικά διαφορετικές εξελίξεις από αυτές που θα προέκυπταν, αν δεν είχε συμβεί η μεταβολή. [< αγγλ. butterfly effect, 1976] [< μεσν. πεταλούδα 2: αγγλ. butterfly, 1936]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.