Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καλιμπράρω κα-λι-μπρά-ρω ρ. (μτβ.) {καλιμπράρ-ισα, -εται, καλιμπραρ-ισμένος} (προφ.): ρυθμίζω: ~ (με ακρίβεια/σωστά) τον μετρητή/το μοτέρ. Αισθητήρας που ~εται αυτόματα/εύκολα. ~ισμένη οθόνη. [< γαλλ. calibrer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.