καλοδεχούμενος , η, ο κα-λο-δε-χού-με-νος επίθ. & (προφ.) καλόδεχτος: ευπρόσδεκτος: Δεν νιώθω ~ εδώ (βλ. ανεπιθύμητος, παρείσακτος). Όποιος θέλει να έρθει, ~! Είσαι πάντα ~η στο σπίτι μας!|| Κάθε βοήθεια/ιδέα ~η.
ανεπιθύμητος
ανεπιθύμητος, η, ο [ἀνεπιθύμητος] α-νε-πι-θύ-μη-τος επίθ.: που δεν είναι επιθυμητός· δυσάρεστος: ~η: εγκυμοσύνη/συμπεριφορά/συνάντηση. ~ες: επισκέψεις/(παρ)ενέργειες/συνέπειες. Νιώθω πως είμαι ~η εδώ. Πβ. απευκταίος. ΑΝΤ. επιθυμητός, ευπρόσδεκτος ● ΣΥΜΠΛ.: ανεπιθύμητο πρόσωπο1. ΠΟΛΙΤ. συνήθ. για διπλωμάτη ή πολιτικό που κρίνεται μη επιθυμητός σε μία χώρα, οπότε καλείται να την εγκαταλείψει ή του απαγορεύεται η είσοδος σε αυτή: Ο πρόξενος του ... θεωρείται/κηρύχθηκε/χαρακτηρίστηκε ~ ~.2. (κατ' επέκτ.) για κάποιον του οποίου η παρουσία σε έναν χώρο θεωρείται δυσάρεστη λόγω συγκεκριμένης συμπεριφοράς ή ιδιοτήτων. [< λατ. persona non grata] , ανεπιθύμητη/ενοχλητική (ηλεκτρονική) αλληλογραφία βλ. αλληλογραφία [< μτγν. ἀνεπιθύμητος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.