Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καλοσκέφτομαι κα-λο-σκέ-φτο-μαι ρ. (μτβ.) {καλοσκέφ-τηκα, -τώ} (προφ.): σκέφτομαι κάτι πιο προσεκτικά, πιο σοβαρά, με περισσότερη σύνεση: Τώρα που το ~, φταίω κι εγώ λίγο. Αν το ~τείς, θα δεις ότι έχω δίκιο. Αφού το ~τηκε, συμφώνησε. Δέχτηκα χωρίς να το ~τώ (= πολυσκεφτώ). Μην αποφασίσεις, αν δεν το ~τείς (βλ. ξανασκέφτομαι). Πβ. καλοεξετάζω.|| (αντιμετωπίζω ευνοϊκά:) Έχει αρχίσει να ~εται (= καλοβλέπει) το ενδεχόμενο να ...

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.