Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καλσόν καλ-σόν ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & καλτσόν: είδος γυναικείων καλτσών που καλύπτουν καθένα από τα πόδια χωριστά και ενώνονται στην κορυφή, περιβάλλοντας τη λεκάνη: (μαύρο) διχτυωτό/ελαστικό/ενισχυμένο/λεπτό/μάλλινο/νάιλον/οπάκ/ορθοπαιδικό/συνθετικό/χοντρό ~. ~ αδυνατίσματος (= μασαζο~)/εγκυμοσύνης. ~ για φλεβίτιδα και κιρσούς. Ο καβάλος του ~. ~ και ζαρτιέρες. ~ στο χρώμα του δέρματος. Μου 'φυγε ένας πόντος από το ~.|| Oλόσωμο ~.|| To ~ του χορευτή. Βλ. κολάν, ντενιέ. [< γαλλ. caleçon]

κολάν

κολάν κο-λάν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: εφαρμοστό, ελαστικό παντελόνι που μοιάζει με χοντρό καλσόν: κοντό/μακρύ ~. Αθλητικά/ισοθερμικά/ποδηλατικά ~. ~ αδυνατίσματος.|| (ως επίθ.) ~ παντελόνι (: κολλητό). [< γαλλ. collant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.