καμβάς καμ-βάς ουσ. (αρσ.) {καμβ-άδες} 1. χοντρό ύφασμα από βαμβάκι ή λινάρι που χρησιμοποιείται κυρ. για ζωγραφική ή κέντημα· συνεκδ. ζωγραφικό έργο: λευκός ~. Ακρυλικά/λάδι (: ελαιογραφία) σε ~ά. Εκτύπωση φωτογραφιών σε ~ά. Αποτύπωσε/μετέφερε στον ~ά την ομορφιά του τοπίου. Πβ. καναβάτσο. Βλ. καβαλέτο, καραβόπανο, λινάτσα, μουσαμάς.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σχεδίασης.|| ~άδες με χρωματικές αντιθέσεις (= πίνακες).2. (μτφ.) άξονας, πλαίσιο: ο ~ της ιστορίας/του μυθιστορήματος. Πβ. σκελετός, σχεδιάγραμμα. [< γαλλ. canevas]
καβαλέτο
καβαλέτο κα-βα-λέ-το ουσ. (ουδ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τρίποδη, συνήθ. ξύλινη κατασκευή, ρυθμιζόμενης κλίσης και ύψους, για στήριξη του καμβά (ή ενός ζωγραφικού πίνακα): επιτραπέζιο ~. Στήνω το ~. Πβ. τρίποδας, τρίποδο. Βλ. καμβάς, παλέτα, πινέλο, τελάρο. ΣΥΝ. οκρίβαντας 2. μακρόστενη κατασκευή (πάγκος ή σκαλωσιά) που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας: το ~ του ελαιοχρωματιστή/ξυλουργού. [< βεν. cavaletto]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.