Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καμβάς καμ-βάς ουσ. (αρσ.) {καμβ-άδες} 1. χοντρό ύφασμα από βαμβάκι ή λινάρι που χρησιμοποιείται κυρ. για ζωγραφική ή κέντημα· συνεκδ. ζωγραφικό έργο: λευκός ~. Ακρυλικά/λάδι (: ελαιογραφία) σε ~ά. Εκτύπωση φωτογραφιών σε ~ά. Αποτύπωσε/μετέφερε στον ~ά την ομορφιά του τοπίου. Πβ. καναβάτσο. Βλ. καβαλέτο, καραβόπανο, λινάτσα, μουσαμάς.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ σχεδίασης.|| ~άδες με χρωματικές αντιθέσεις (= πίνακες). 2. (μτφ.) άξονας, πλαίσιο: ο ~ της ιστορίας/του μυθιστορήματος. Πβ. σκελετός, σχεδιάγραμμα. [< γαλλ. canevas]

καβαλέτο

καβαλέτο κα-βα-λέ-το ουσ. (ουδ.) 1. ΚΑΛ. ΤΕΧΝ. τρίποδη, συνήθ. ξύλινη κατασκευή, ρυθμιζόμενης κλίσης και ύψους, για στήριξη του καμβά (ή ενός ζωγραφικού πίνακα): επιτραπέζιο ~. Στήνω το ~. Πβ. τρίποδας, τρίποδο. Βλ. καμβάς, παλέτα, πινέλο, τελάρο. ΣΥΝ. οκρίβαντας 2. μακρόστενη κατασκευή (πάγκος ή σκαλωσιά) που χρησιμοποιείται για την εκτέλεση συγκεκριμένης εργασίας: το ~ του ελαιοχρωματιστή/ξυλουργού. [< βεν. cavaletto]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.