Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καμπαρετζού κα-μπα-ρε-τζού ουσ. (θηλ.) (προφ.-μειωτ.): γυναίκα που δουλεύει σε κακόφημο κέντρο διασκέδασης και θεωρείται χαμηλής ηθικής. Πβ. αρτίστα. Βλ. -ού1.

-ού1

-ού1 {-ούδες} (λαϊκό) θηλυκό επίθημα 1. ουσιαστικών που δηλώνουν επάγγελμα ή χαρακτηριστικό: κοπτοραπτ~ (= κοπτοράπτ-ρια)/προπατζ~/ψιλικατζ~.|| (προφ.) Καμωματ~.|| (μειωτ.) Σουρλουλ~. 2. (διαλεκτ.-λαϊκό) κύριων ονομάτων, παράγωγων από το βαφτιστικό του ανδρός: Μιχαλ~. Βλ. -αινα.|| Μυλων~ (: η γυναίκα του μυλωνά). Βλ. -ίνα, -ισσα.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.