Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καμπύλη κα-μπύ-λη ουσ. (θηλ.) {καμπυλ-ών} 1. ΓΕΩΜ. μονοδιάστατη γραμμή χωρίς ασυνέχειες, της οποίας κανένα τμήμα δεν είναι ευθύ· κατ' επέκτ. ό,τι έχει το αντίστοιχο σχήμα: ανοιχτή/ελλειπτική (= έλλειψη)/επίπεδη (βλ. παραβολή)/ημιτονοειδής/κλειστή (βλ. κύκλος)/σιγμοειδής/σφαιρική ~. Αλγεβρικές ~ες. Η κορυφή/το τόξο της ~ης. Εξίσωση/εφαπτομένη/κλίση ~ης. ~ες δευτέρου (: κυκλικές ή κωνικές)/τρίτου (: κυβικές) βαθμού. Διαφορική γεωμετρία ~ών και επιφανειών. Η ~ απεικονίζει/εκφράζει τη συνάρτηση ... Βλ. τεθλασμένη, υπερβολή, φράκταλ.|| Ο δρόμος κάνει/σχηματίζει ~ (= καμπή, καμπυλότητα, κούρμπα). 2. ΣΤΑΤΙΣΤ. το αντίστοιχο γράφημα, ως αναπαράσταση του νόμου ή της εξέλιξης ενός φαινομένου: ~ κατανομής. Σύγκριση θεωρητικής και πειραματικής ~ης. (ΜΕΤΕΩΡ.) Όμβριες ~ες. (ΙΑΤΡ.) ~ ανάπτυξης/ανοχής (στη γλυκόζη)/αύξησης (ύψους). (ΟΙΚΟΝ.) ~ απόδοσης/προσφοράς. (ΦΥΣ.) ~ ισχύος. Χαρακτηριστική ~ ρεύματος-τάσης. (ΑΣΤΡΟΝ.) ~ φωτός (αστέρα) (βλ. ανάλημμα, μεσημβρινός).καμπύλες (οι) 1. οι γοφοί και το στήθος ως στοιχεία θηλυκότητας: γυναίκα με (ζουμερές/πληθωρικές/πλούσιες/χυμώδεις) ~. Φόρεμα που αναδεικνύει/τονίζει τις ~. ΣΥΝ. πιασίματα (1) 2. (κυρ. για κατασκευή ή συσκευή που έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να μη σχηματίζει αιχμηρές γωνίες) καμπύλες γραμμές: οι ~ του αμαξώματος. Μοντέλο με αρμονικές/ελκυστικές/ωραίες ~. Βλ. πομπέ. ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσοειδής καμπύλη βλ. αλυσοειδής, ισοβαθής (καμπύλη) βλ. ισοβαθής, ισογώνια καμπύλη βλ. ισογώνιος, ισόσειστες καμπύλες βλ. ισόσειστος, ισοϋψής (καμπύλη) βλ. ισοϋψής, καμπύλες αδιαφορίας βλ. αδιαφορία, καμπύλη ζαχάρου/σακχάρου βλ. ζάχαρο, καμπύλη ζήτησης βλ. ζήτηση [< αρχ. καμπύλη, γαλλ. courbe, αγγλ. curve]

αδιαφορία

αδιαφορία [ἀδιαφορία] α-δι-α-φο-ρί-α ουσ. (θηλ.) 1. απουσία ενδιαφέροντος, φροντίδας για κάτι: ανεξήγητη/απαράδεκτη/γενική/εγκληματική/κρατική/παντελής/προκλητική ~. ~ των αρμοδίων/της κοινωνίας/της οικογένειας/της Πολιτείας (ΑΝΤ. μέριμνα). ~ γι' αυτά που συμβαίνουν γύρω μας (ΣΥΝ. απάθεια)/τη ζωή/τα κοινά/το περιβάλλον/την πολιτική. (εμφατ.) ~ και απάθεια. Έντονα ίχνη εγκατάλειψης και ~ας στην επαρχία. Κλίμα ~ας στην αγορά. Κατηγορώ κάποιον για/προσάπτω σε κάποιον ~.|| Αντιμετωπίζει τον θάνατο με ~ (= αταραξία). Βλ. -φορία. ΑΝΤ. ενδιαφέρον (1) 2. ΨΥΧΟΛ. έλλειψη αντίδρασης στα προσλαμβανόμενα ερεθίσματα. Βλ. αυτισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: ελευθερία της αδιαφορίας: ΦΙΛΟΣ. απουσία οποιουδήποτε καταναγκασμού ή αιτίας που υποχρεώνει ή κατευθύνει τον άνθρωπο να πράττει σύμφωνα με ορισμένο τρόπο., καμπύλες αδιαφορίας: ΟΙΚΟΝ. ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απεικονίζουν συνδυασμούς αγαθών μεταξύ των οποίων ο καταναλωτής είναι αδιάφορος. [< αγγλ. indifference curves] [< μτγν. ἀδιαφορία, γαλλ. indifférence]

αλυσοειδής

αλυσοειδής, ής, ές [ἁλυσοειδής] α-λυ-σο-ει-δής επίθ. (επιστ.): που έχει τη μορφή αλυσίδας: ~ής: διάταξη/δομή. ~ές: μόριο/πλέγμα.|| (ως ουσ.) Γεωμετρία των ~ών. Βλ. -ειδής. ● ΣΥΜΠΛ.: αλυσοειδής (ανάρτηση): ΤΕΧΝΟΛ. σύστημα για την ανάρτηση των αγωγών επαφής, οι οποίοι διανέμουν το ηλεκτρικό ρεύμα σε τρένα, τρόλεϊ, τραμ ή η ίδια η γραμμή επαφής. [< αγγλ. catenary] , αλυσοειδής καμπύλη: ΜΑΘ. καμπύλη που σχηματίζει ένα εύκαμπτο καλώδιο, σχοινί ή αλυσίδα ομοιογενούς πυκνότητας, όταν κρέμεται ελεύθερα από τα δύο άκρα της στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο και αναπαριστά το γράφημα του υπερβολικού συνημίτονου. [< γαλλ. (courbe en) chaînette]

ανάλημμα

ανάλημμα [ἀνάλημμα] α-νά-λημ-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΜΗΧΑΝ. ειδική κατασκευή, συνήθ. ψηλός και παχύς τοίχος, που εμποδίζει τις κατολισθήσεις χωμάτων, την κατάρρευση κτιρίων ή την ορμητική ροή του νερού: (ΑΡΧΑΙΟΛ.) ~ αρχαίου θεάτρου/ναού. Πβ. αντέρεισμα. 2. ΑΣΤΡΟΝ. διάγραμμα, καμπύλη σε σχήμα οκτώ που απεικονίζει τις διαδοχικές θέσεις του Ήλιου ή άλλου ουράνιου σώματος σε σχέση με τον μεσημβρινό κατά τη διάρκεια ενός έτους. [< μτγν. ἀνάλημμα, αγγλ. analemma, γαλλ. analemme]

ζάχαρο

ζάχαρο ζά-χα-ρο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άρου} 1. ΙΑΤΡ. (προφ.) η περιεκτικότητα του αίματος σε γλυκόζη, φρουκτόζη, λακτόζη: αυξημένο/υψηλό/φυσιολογικό/χαμηλό ~. Έλεγχος/επίπεδο/μείωση/μέτρηση/ρύθμιση του ~άρου. Τροφή που ανεβάζει το ~.|| (συνεκδ.) Έχει/πάσχει από ~ (= σακχαρώδη διαβήτη, είναι διαβητικός). 2. ΧΗΜ. σάκχαρο. ● ΣΥΜΠΛ.: καμπύλη ζαχάρου/σακχάρου: ΙΑΤΡ. δοκιμασία ανοχής στη γλυκόζη· εξέταση αίματος για τη διάγνωση του διαβήτη. [< μτγν. σάκχαρον ‘ζάχαρη’]

ζήτηση

ζήτηση ζή-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΟΙΚΟΝ. επιθυμία και δυνατότητα αγοράς αγαθού ή υπηρεσίας· ειδικότ. ποσότητα αγαθών ή υπηρεσιών που οι αγοραστές επιθυμούν να αποκτήσουν σε δεδομένη χρονική στιγμή και τιμή: ισχυρή/καταναλωτική/σημαντική/υποτονική ~. Πβ. αγοραστική κίνηση.|| Αυξανόμενη/αυξημένη/εγχώρια/εσωτερική/μειωμένη/παγκόσμια/συνολική/υψηλή/χαμηλή ~. ~ ακινήτου/εισιτηρίων/χρήµατος. ~ ενέργειας/ηλεκτρισμού/πετρελαίου/φυσικού αερίου. ~ εργασίας/(ειδικευμένου) εργατικού δυναμικού/στελεχών/συνεργατών. Προϊόντα που έχουν μεγάλη ~. Η παραγωγή ικανοποιεί τη ~. Η προσφορά ανταποκρίνεται στη/ξεπερνά τη ~. 2. (σπάν.-λόγ.) αναζήτηση. Πβ. έρευνα. Βλ. κατα~. ● ΣΥΜΠΛ.: ενεργός ζήτηση: ΟΙΚΟΝ. κατανάλωση προϊόντων ή υπηρεσιών., καμπύλη ζήτησης: ΟΙΚΟΝ. γραφική παράσταση που απεικονίζει τη ζήτηση ενός αγαθού σε σχέση με την τιμή του ανά περίοδο., ανελαστική ζήτηση βλ. ανελαστικός, ελαστική ζήτηση βλ. ελαστικός, νόμος της προσφοράς και της ζήτησης βλ. νόμος, πληθωρισμός ζήτησης βλ. πληθωρισμός ● ΦΡ.: σε πρώτη ζήτηση 1. ΟΙΚΟΝ. με το που θα ζητηθεί για πρώτη φορά: ποσό εισπρακτέο/καταβλητέο/πληρωτέο ~ ~. Μετοχές εξοφλητέες ~ ~. 2. για κάτι περιζήτητο: Ειδικότητες που είναι ~ ~ στην αγορά εργασίας. Οι περιοχές κοντά σε σταθμούς μετρό βρίσκονται ~ ~. 3. σε σημείο που παρέχει άμεση πρόσβαση: Έχετε πάντα τον πυροσβεστήρα ~ ~ στο αυτοκίνητο. [< 1: γαλλ. demande, αγγλ. demand 2: αρχ. ζήτησις]

ισοβαθής

ισοβαθής, ής, ές [ἰσοβαθής] ι-σο-βα-θής επίθ. {ισοβαθ-ούς | -είς (ουδ. -ή)}: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: ισοβαθής (καμπύλη): ΓΕΩΦ. γραμμή σε χάρτη ή διάγραμμα που συνδέει σημεία ίσου βάθους: ~ των 50 μ. Βλ. ισοϋψής. [< γαλλ. (courbe) isobathe, 1904] [< μτγν. ἰσοβαθής]

ισογώνιος

ισογώνιος, α, ο [ἰσογώνιος] ι-σο-γώ-νι-ος επίθ.: ΓΕΩΜ. του οποίου όλες οι γωνίες είναι ίσες. Βλ. -γώνιος. ● ΣΥΜΠΛ.: ισογώνια καμπύλη: ΓΕΩΦ. γραμμή που συνδέει σε μαγνητικό χάρτη τις περιοχές της Γης που παρουσιάζουν την ίδια μαγνητική απόκλιση. [< γαλλ. courbe isogone, αγγλ. isogonic line] [< αρχ. ἰσογώνιος]

ισόσειστος

ισόσειστος, η, ο [ἰσόσειστος] ι-σό-σει-στος επίθ.: μόνο στο ● ΣΥΜΠΛ.: ισόσειστες καμπύλες: ΓΕΩΦ. γραμμές σε γεωφυσικούς χάρτες οι οποίες συνδέουν σημεία, όπου η ένταση ενός σεισμού είναι η ίδια. [< γαλλ. isosiste, 1931]

ισοϋψής

ισοϋψής, ής, ές [ἰσοϋψής] ι-σο-ϋ-ψής επίθ. {ισοϋψ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} (επιστ.): που έχει το ίδιο ύψος με κάτι άλλο: τείχος ~ές σε όλο του το μήκος. ΑΝΤ. ανισοϋψής ● ΣΥΜΠΛ.: ισοϋψής (καμπύλη) & υψομετρική καμπύλη: ΓΕΩΦ. γραμμή που ενώνει σε χάρτη σημεία της γήινης επιφάνειας με το ίδιο υψόμετρο. Βλ. ισοβαθής. [< γαλλ. (ligne) isohypse] [< μτγν. ἰσοϋψής]

πομπέ

πομπέ πο-μπέ επίθ. {άκλ.} & (σπάν.) μπομπέ: κυρτός: ~ παράθυρο/πόρτα. ΑΝΤ. ίσιος (1) [< γαλλ. bombé]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.