Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καμώνομαι κα-μώ-νο-μαι ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καμώ-θηκε, -μένος} (λαϊκό): προσποιούμαι, υποκρίνομαι: ~εται (= παριστάνει) τον καλλιεργημένο/σπουδαίο (πβ. το παίζω). ~εται πως δεν καταλαβαίνει. ~θηκαν ότι δεν ήξεραν τίποτα (= έκαναν τους ανήξερους). [< μεσν. καμώνομαι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.