Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κανονικοποίηση κα-νο-νι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): προσαρμογή σε κανόνα ή σταθερά: ~ (βάσεων) δεδομένων/συνάρτησης. ~ του διανύσματος. Με/χωρίς ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ κειμένου (: επεξεργασία του, ώστε να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από ένα αυτοματοποιημένο σύστημα σύνθεσης ομιλίας).|| (γενικότ.) ~ των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών (βλ. ομαλο-, σταθερο-ποίηση). Βλ. τυποποίηση, -ποίηση. [< αγγλ. normalization, γαλλ. normalisation, 1950]

τυποποίηση

τυποποίηση τυ-πο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυποποιώ: ~ της παραγωγής/τροφίμων. ~ και πιστοποίηση. Συσκευασία και ~. Εργοστάσιο/φορέας ~ης. Ελληνικός Οργανισμός ~ης (ακρ. ΕΛ.Ο.Τ.). ~ (= προτυποποίηση) της γλώσσας. Βλ. νόρμα.|| Διεθνής αριθμός ~ης βιβλίου (βλ. ISBN).|| (μειωτ.) ~ της πολιτιστικής δημιουργίας (πβ. μανιέρα, μανιερισμός, στιλιζάρισμα). Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. standardization, γαλλ. standardisation, 1904]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.