κανονικοποίηση κα-νο-νι-κο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.) (επιστ.): προσαρμογή σε κανόνα ή σταθερά: ~ (βάσεων) δεδομένων/συνάρτησης. ~ του διανύσματος. Με/χωρίς ~.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ κειμένου (: επεξεργασία του, ώστε να γίνει κατανοητό και αποδεκτό από ένα αυτοματοποιημένο σύστημα σύνθεσης ομιλίας).|| (γενικότ.) ~ των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών (βλ. ομαλο-, σταθερο-ποίηση). Βλ. τυποποίηση, -ποίηση. [< αγγλ. normalization, γαλλ. normalisation, 1950]
τυποποίηση
τυποποίηση τυ-πο-ποί-η-ση ουσ. (θηλ.): ΟΙΚΟΝ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυποποιώ: ~ της παραγωγής/τροφίμων. ~ και πιστοποίηση. Συσκευασία και ~. Εργοστάσιο/φορέας ~ης. Ελληνικός Οργανισμός ~ης (ακρ. ΕΛ.Ο.Τ.). ~ (= προτυποποίηση) της γλώσσας. Βλ. νόρμα.|| Διεθνής αριθμός ~ης βιβλίου (βλ. ISBN).|| (μειωτ.) ~ της πολιτιστικής δημιουργίας (πβ. μανιέρα, μανιερισμός, στιλιζάρισμα). Βλ. -ποίηση. [< αγγλ. standardization, γαλλ. standardisation, 1904]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.