καούρα κα-ού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.): ΙΑΤΡ. έντονο και δυσάρεστο αίσθημα καψίματος στο κάτω μέρος του θώρακα και πάνω από το στομάχι, εξαιτίας γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης: νυχτερινή/χρόνια ~. Έχω ~. ~ες και ξινίλες. Τα πικάντικα φαγητά προκαλούν ~ες. Πβ. καύσος, φλόγωση. Βλ. δυσπεψία, έλκος, -ούρα1. ΣΥΝ. καΐλα (1), πύρωση (2) ● ΦΡ.: είχα μια φαγούρα/καούρα/σκοτούρα/καΐλα βλ. φαγούρα
δυσπεψία
δυσπεψία δυ-σπε-ψί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δυσκολία στη χώνεψη που χαρακτηρίζεται από δυσφορία, πόνο, φούσκωμα και βάρος στο ανώτερο τμήμα της κοιλιάς: οξεία/χρόνια ~. Πβ. βαρυστομαχιά. Βλ. μετεωρισμός. [< μτγν. δυσπεψία, γαλλ. dyspepsie, αγγλ. dyspepsia]
φαγούρα
φαγούρα φα-γού-ρα ουσ. (θηλ.) (προφ.) 1. δυσάρεστος δερματικός ερεθισμός που προκαλεί την ανάγκη για ξύσιμο: ανυπόφορη/γενικευμένη/ενοχλητική ~. Χεράκι ~ας. ~ στο κεφάλι (βλ. ψείρα)/στη μύτη/στην πλάτη. ~ και εξανθήματα (βλ. αλλεργία, ψώρα). Αλοιφή για εκζέματα και ~ες. Έχω/νιώθω ~. Βλ. τσούξιμο. ΣΥΝ. κνησμός 2. (μτφ.-ειρων.) έντονη επιθυμία, ανυπομονησία: Σ' έπιασε τώρα ~ να πας; Βλ. -ούρα1. ● ΦΡ.: είχα μια φαγούρα/καούρα/σκοτούρα/καΐλα (ειρων.): ως έκφραση αδιαφορίας: ~ ~ αν θα 'ρθει! Πβ. ζαμανφού. ΣΥΝ. δεν μου καίγεται καρφί, σκασίλα μου/είχα μια σκασίλα [< μεσν. φαγούρα]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.