Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • καρδιά καρ-διά ουσ. (θηλ.) 1. ΑΝΑΤ. κοίλο μυώδες κεντρικό όργανο του κυκλοφορικού συστήματος· (ειδικότ. στον άνθρωπο) βρίσκεται ανάμεσα στους πνεύμονες προς το αριστερό μέρος του θώρακα και τροφοδοτεί με αίμα όλο το σώμα: οι βαλβίδες/οι κοιλότητες (: κόλποι και κοιλίες)/ο μυς (= μυοκάρδιο)/τα τοιχώματα (: ενδο-, περι-κάρδιο) της ~ιάς. Συστολή και διαστολή της ~ιάς (: παλμός, σφυγμός). Η ~ δέχεται το αίμα που προέρχεται από τις φλέβες και το ωθεί προς τις αρτηρίες. Βλ. αορτή, διάφραγμα, μεσοθωράκιο, προκάρδιο, τριχοειδή αγγεία.|| Τεχνητή ~. Εξέταση (= καρδιογράφημα, τρίπλεξ)/μεταμόσχευση ~ιάς. Ανακοπή/συγκοπή ~ιάς. Επέμβαση στην ~ (βλ. βηματοδότης, μπαϊπάς, μπαλονάκι, στεντ, χόλτερ). Βλ. καρδιοπάθεια, στηθοσκόπιο.|| Αδύναμη/γερή ~. Έχει/υποφέρει από την ~ του. Σταμάτησε η ~ του (= πέθανε). Το στρες και το κάπνισμα κάνουν κακό στην ~. Βλ. καρδιο-. 2. (κατ' επέκτ.) σύμβολο έρωτα ή αγάπης, κατά το σχήμα του συγκεκριμένου οργάνου: κόσμημα/μαξιλαράκι/τούρτα ~. Ζωγραφίζω μια ~ με βέλος. Χάραξαν μια ~ με τα ονόματά τους στο δέντρο. Βλ. καρδιόσχημος. 3. (μτφ.) ψυχή· χαρακτήρας: τα μυστικά της ~ιάς. Από τα μύχια της ~ιάς μου. Άνθρωπος χωρίς ~ (= άκαρδος). Η ~ μου πάει να σπάσει/χοροπηδάει (: από την αγωνία, τον φόβο ή την ταραχή). Έχει αγνή/ανοιχτή/άπονη/άστατη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/καλή/πονετική/σκληρή/τρυφερή/χρυσή ~ (βλ. -καρδος). (για αγαπημένο πρόσ.) Θα του έδινα/πρόσφερα/χάριζα (και) την ~ μου!|| (για μεγάλη στενοχώρια) Αγκάθι/μαχαίρι/μαχαιριά/πόνος/χτύπημα στην ~. Καίγεται/κλαίει/σκίζεται/σπάει/σπαράζει/σφίγγεται η ~ μου (= στενοχωριέμαι πολύ) να/όταν τον βλέπω να υποφέρει! Μου πίκρανες την ~ (= με πλήγωσες πολύ).|| Τα λόγια της άγγιξαν την (ή τις χορδές της ~ιάς)/μίλησαν στην ~ μου (= με συγκίνησαν).|| Άκου την ~ σου! ΣΥΝ. συναίσθημα. ΑΝΤ. λογική.|| (για νεκρό) Θα ζει για πάντα στις ~ιές μας (= θα τον θυμόμαστε). Βλ. μυαλό. ΣΥΝ. στήθος (3) 4. (ειδικότ.-μτφ.) διάθεση, όρεξη, προθυμία· κουράγιο, υπομονή: Πάρε ό,τι θέλει/λαχταράει/ποθεί η ~ σου!|| Χρειάζεται ~ (= θάρρος, τόλμη) για να τα βγάλει πέρα. Το κάνω με την ~ μου! Με τι ~ (: ψυχική δύναμη) να ...; 5. (μτφ.) κέντρο, μέσο: Στην ~ των γεγονότων/των εξελίξεων (= στο επίκεντρο)/του καλοκαιριού (= κατακαλόκαιρο)/της νύχτας/της πόλης (πβ. πυρήνας, ομφαλός). Μείνε στην ~ (= ουσία) του ζητήματος/του θέματος/του προβλήματος.|| Η ~ του καρπουζιού/του μαρουλιού (= εντεριώνη).|| Η ~ του αντιδραστήρα (: το μέρος όπου βρίσκονται τα καύσιμα και γίνονται οι αντιδράσεις σχάσης). ● Υποκ.: καρδούλα (η) [< μεσν. καρδούλα] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά βλ. αθλητικός, εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς βλ. εγχείρηση, μεγάλη καρδιά βλ. μεγάλος ● ΦΡ.: από καρδιάς & (λόγ.) από/εκ καρδίας: ειλικρινά, ολόψυχα: Συγχαρητήρια ~ ~! (Σας) ευχαριστώ (θερμά) ~ ~! Εύχομαι/θα ήθελα ~ ~ να ...|| Εξομολόγηση/συνέντευξη ~ ~ (= ειλικρινής). ΣΥΝ. από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με όλη μου την ψυχή/την καρδιά, αφήνω την καρδιά μου να μιλήσει: εκφράζομαι με βάση τα πραγματικά μου αισθήματα., βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά: για να δηλωθεί απόλυτη ειλικρίνεια ή τιμιότητα., βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου: ανησυχώ, αγωνιώ ή φοβάμαι πολύ: Όποτε ακούω θόρυβο τη νύχτα, τρέμει η ~ (= ψυχή) μου. Μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θα έχει βγει η ~ μου!, δεν μου κάνει καρδιά να ... (προφ.): δεν θέλω με τίποτα: ~ ~ την αφήσω μόνη της/φύγω. Τέτοιες μέρες δεν σου ~ ~ μείνεις σπίτι!, ελαφρά τη καρδία (λόγ.) & με ελαφριά (την) καρδιά: με επιπολαιότητα, απερισκεψία. Βλ. με βαριά καρδιά., έξω καρδιά (προφ.): (για πρόσ.) ανοιχτόκαρδος, απλόχερος, καλοσυνάτος, πρόσχαρος: Είναι (άνθρωπος/χαρακτήρας) ~ ~!, έχω (κάποιον)/έχει μπει (κάποιος) (μες) στην καρδιά μου (προφ.): του έχω ιδιαίτερη αγάπη ή συμπάθεια., η καρδιά μου χτυπάει σαν ταμπούρλο (προφ.): χτυπάει πολύ δυνατά και γρήγορα, συνήθ. από ξάφνιασμα, φόβο, αγωνία ή έντονη συγκίνηση., καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου {συνήθ. στον αόρ.}: τον γοητεύω ερωτικά, τον κάνω να με ερωτευτεί., καλή καρδιά! (προφ.): προτροπή για αισιόδοξη, καλοπροαίρετη, φιλική διάθεση: ~ ~ (να υπάρχει) κι όλα θα φτιάξουν! Υγεία και ~ ~!, καρδιά/καρδούλα μου: ως οικεία προσφώνηση: Μη στενοχωριέσαι, ~ ~, όλα θα πάνε καλά! Τι έχεις, ~ ~, και κλαις; ~ ~ μου εσύ! ΣΥΝ. ψυχή/ψυχούλα μου!, με βαριά/κρύα/μισή καρδιά (προφ.): απρόθυμα: Ήρθε/το έκανε ~ ~. Βλ. ελαφρά τη καρδία., μου βαραίνει την καρδιά/το έχω βάρος στην καρδιά (μου) (προφ.): μου δημιουργεί αίσθημα ευθύνης, στενοχώρια ή τύψεις., πήγε/ήρθε η καρδιά μου στη θέση της (προφ.): ηρέμησα ύστερα από μεγάλη αγωνία, αναστάτωση: Μου τηλεφώνησε πως είναι καλά και ~ ~. ΑΝΤ. πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη, τον/την πρόδωσε η καρδιά του/της: πέθανε από καρδιά., (έχει) καρδιά αγκινάρα βλ. αγκινάρα, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, βρήκε/είδε ο γύφτος τη γενιά του (κι αναγάλλιασε η καρδιά του) βλ. γύφτος, γύφτισσα, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) βλ. περίσσευμα, έχει καρδιά μπαξέ βλ. μπαξές, καίει καρδιές βλ. καίω, κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) βλ. κλείνω, κρύα χέρια, ζεστή καρδιά βλ. χέρι, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά βλ. ψυχή, μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι βλ. περιβόλι, ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του βλ. εκλεκτός, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου βλ. ραγίζω, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, το χέρι της καρδιάς βλ. χέρι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ, χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου βλ. ζαχαρένια [< μεσν. καρδιά, γαλλ. cœur, αγγλ. heart]
  • καρδιαγγειακός , ή, ό καρ-δι-αγ-γει-α-κός επίθ. & καρδιοαγγειακός: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία: ~ός: έλεγχος (βλ. τεστ/δοκιμασία κοπώσεως)/κίνδυνος. ~ή: άσκηση/χειρουργική. ~ά: επεισόδια/νοσήματα (βλ. εγκεφαλικό, έμφραγμα, υπέρταση). Παθήσεις (βλ. καρδιοπάθεια)/φυσιολογία του ~ού συστήματος. [< αγγλ. cardiovascular, γαλλ. cardiovasculaire, 1910]
  • καρδιακός , ή, ό καρ-δι-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με την καρδιά: ~ός: κύκλος/μυς (= μυοκάρδιο)/πόνος (βλ. στηθάγχη)/ρυθμός (βλ. αρρυθμία). ~ή: ανακοπή/κοιλία/συχνότητα (: ο αριθμός των ~ών παλμών ανά λεπτό· βλ. βραδυ-, ταχυ-καρδία)/χώρα/ώση. ~ό: μόσχευμα (βλ. βαλβίδα). ~ές: μαλάξεις/παθήσεις (πβ. καρδιοπάθεια). ~ά: συμπτώματα. Αιφνίδιος ~ θάνατος. Πβ. καρδιολογικός. Βλ. αρτηριακός, ενδο~, εξω~, περι~, καρδιογενής. ● Ουσ.: καρδιακός, καρδιακή (ο/η) & (σπανιότ. θηλ.) καρδιακιά (προφ.): καρδιοπαθής: (συνήθ. χιουμορ.) Θα γίνω ~/θα με κάνεις ~ό με τις τρέλες σου! ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιακή ανεπάρκεια: αδυναμία της καρδιάς να εφοδιάσει τους ιστούς με την απαραίτητη ποσότητα αίματος: οξεία/συμφορητική/χρόνια ~ ~. Ασθενείς με προχωρημένη ~ ~/~ ~ τελικού σταδίου. [< γαλλ. insuffisance cardiaque] , καρδιακή προσβολή: έμφραγμα του μυοκαρδίου. [< αγγλ. heart attack, 1935] , καρδιακό επεισόδιο & (προφ.) καρδιακό: κάθε μορφής διαταραχή της καρδιακής λειτουργίας: Υπέστη (βαρύτατο/οξύ) ~ ~., καρδιακοί τόνοι βλ. τόνος1, καρδιακός επιπωματισμός βλ. επιπωματισμός, καρδιακός/εγκάρδιος φίλος βλ. φίλος [< μτγν. καρδιακός, γαλλ. cardiaque, αγγλ. cardiac]

αγκινάρα

αγκινάρα [ἀγκινάρα] α-γκι-νά-ρα ουσ. (θηλ.) & αγγινάρα: ΒΟΤ. πολυετές φυτό (επιστ. ονομασ. Cynara scolymus) που καλλιεργείται για τις εδώδιμες ταξιανθίες του με τα πολλά αλληλοκαλυπτόμενα, αιχμηρά φύλλα και (κυρ. συνεκδ.) η ίδια η ταξιανθία: άγρια (βλ. αγρι~)/ωμή ~. Καρδιές ~ας. (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ες αβγολέμονο/αλά πολίτα/στο λάδι/ογκρατέν. Κατσικάκι με ~ες. Βράζω/καθαρίζω/στραγγίζω τις ~ες. Τρίβετε καλά την καθαρισμένη ~ με λεμόνι, για να μη μαυρίσει. ● ΦΡ.: (έχει) καρδιά αγκινάρα (μτφ.-ειρων.): είναι ανοιχτόκαρδος, διαχυτικός, αγαπά ή ερωτεύεται εύκολα. [< γαλλ. (avoir un) cœur d΄ artichaut] [< μεσν. αγκινάρα]

αθλητικός

αθλητικός, ή, ό [ἀθλητικός] α-θλη-τι-κός επίθ. 1. ΑΘΛ. που αναφέρεται στον αθλητή, τον αθλητισμό ή την άθληση: ~ός: αγώνας/ανταποκριτής/δημοσιογράφος (πβ. σπορτκάστερ)/διαιτολόγος/εισαγγελέας/κόσμος/νόμος/οργανισμός/παράγοντας/στίβος/στοιχηματισμός/σύλλογος/σύνδεσμος/φανατισμός (πβ. χουλιγκανισμός)/φορέας/χορός (βλ. καλλιτεχνικό πατινάζ, συγχρονισμένη κολύμβηση)/χώρος (βλ. γήπεδο, στάδιο)/ψυχολόγος. ~ή: απόδοση/δικαιοσύνη/διοργάνωση/εκπαίδευση/εκπομπή/ένωση/επικαιρότητα/επιστήμη (βλ. φυσική αγωγή)/επιτροπή/λέσχη/ομοσπονδία/παιδαγωγική/παιδεία/συνάντηση/φιέστα/φόρμα/ψυχολογία. ~ό: γεγονός/δελτίο/δίκαιο/ήθος/κέντρο/παιχνίδι/πρόγραμμα/ρεπορτάζ/στοίχημα/σχολείο/σωματείο/τμήμα/φανελάκι. ~ές: ασκήσεις (βλ. γυμναστική)/δραστηριότητες. ~ά: βραβεία/είδη/νέα/όργανα/παπούτσια/ρούχα/ταλέντα. Βλ. αερ~, αντι~, εξω~, ναυτ~. 2. που είναι δυνατός και μυώδης, που έχει την εμφάνιση και τις συνήθειες αθλητή: ~ή: κορμοστασιά. ~ό: παράστημα/σώμα (= γυμνασμένο, ΑΝΤ. αγύμναστο). Εμφανίσιμος και ~. Πβ. γεροδεμένος. ● Ουσ.: αθλητικά (τα) 1. ειδήσεις που αφορούν τον αθλητισμό: Παρακολουθώ ~ στην τηλεόραση. 2. (προφ.) αθλητικά παπούτσια: Φορώ ~. ● επίρρ.: αθλητικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: αθλητική καρδιά: ΙΑΤΡ. υπερτροφία της καρδιάς που οφείλεται σε μακροχρόνια άσκηση: Το σύνδρομο της ~ής ~άς., αθλητικό ιδεώδες: το να αγωνίζεται ο αθλητής για τη νίκη, προτάσσοντας τον σεβασμό στον αντίπαλο και την αρμονική ανάπτυξη σώματος και ψυχής: Το ~ ~ του ολυμπισμού. Η εμπορευματοποίηση/το ντόπινγκ αλλοιώνει το γνήσιο ~ ~. Πβ. ευ αγωνίζεσθαι. Βλ. αντιαθλητικός., αθλητικό πνεύμα: ευγενής άμιλλα, αναγνώριση του καλύτερου και ικανότερου στον αθλητισμό: Η χρήση απαγορευμένων ουσιών είναι αντίθετη με το ~ ~., αθλητικός τύπος 1. γεροδεμένο άτομο: Μυώδης και ~ ~. 2. {μόνο στον εν.} αθλητικές εφημερίδες και περιοδικά., αθλητική βιομηχανική βλ. βιομηχανική, αθλητικός δικαστής βλ. δικαστής, αθλητικός τουρισμός βλ. τουρισμός, φυσική/σωματική/αθλητική αγωγή βλ. αγωγή [< 1: αρχ. ἀθλητικός, αγγλ. athletic 2: γαλλ. athlétique]

ανοίγω

ανοίγω [ἀνοίγω] α-νοί-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {άνοι-ξα, ανοί-χτηκε (λόγ.) -χθηκε, -γμένος, ανοιγ-όμενος, ανοίγ-οντας} 1. μετακινώ, αφαιρώ οτιδήποτε κρατάει κλειστό κάτι, καθιστώντας δυνατή την πρόσβαση σε αυτό ή την (οπτική) επαφή με το εσωτερικό του: ~ την πόρτα (: ξεκλειδώνω ή γυρίζω το πόμολο). ~ το ψυγείο. ~ξε (διάπλατα) τα παντζούρια/το παράθυρο. (ελλειπτ.) ~ξέ μου να μπω (ενν. την πόρτα)! (προφ.) ~ξαν το σπίτι/το χρηματοκιβώτιο (= το διέρρηξαν).|| Στο αεροδρόμιο τού ζήτησαν να ~ξει την τσάντα του.|| ~ το καπάκι/την κονσέρβα (με το ανοιχτήρι)/το μπουκάλι. ~ξε την κατσαρόλα (= ξεσκέπασε).|| ~ το κιβώτιο/μπαούλο.|| ~ το φερμουάρ (πβ. ξεκουμπώνω).|| ~ τις κουρτίνες (= τραβώ).|| (βγάζω το περιτύλιγμα:) ~ το δέμα/τα δώρα/το πακέτο (πβ. ξεπακετάρω, ξετυλίγω).|| ~χτηκε η διαθήκη. Πβ. αποσφραγίζω.|| ~ την εφημερίδα. Ανοίξτε το βιβλίο στην πρώτη σελίδα!|| Το ντουλάπι δεν ~ει, έχει κολλήσει/φρακάρει! Το κουτί ~ει από πάνω. Βλ. μισ~, ξαν~. ΑΝΤ. κλείνω (1) 2. απλώνω κάτι διπλωμένο ή πτυσσόμενο: ~ την ομπρέλα/τον χάρτη. ΑΝΤ. κλείνω.|| ~ ζύμη/φύλλο για πίτα.|| Ανοίξτε τα χέρια σας (= τεντώστε)!|| Καναπές που ~ει και γίνεται κρεβάτι.|| ~ξαν τα μπουμπούκια (= άνθισαν, έσκασαν). 3. θέτω σε λειτουργία συσκευή (συνήθ. με το πάτημα κουμπιού): ~ το ραδιόφωνο/την τηλεόραση/τον υπολογιστή. ΣΥΝ. ανάβω.|| Πώς ~ει το κινητό σου; ΑΝΤ. κλείνω (3), σβήνω (2) 4. απελευθερώνω τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου, περιστρέφοντας ή πατώντας τον μηχανισμό που εμποδίζει την παροχή του: (μτβ.) ~ τη βαλβίδα/στρόφιγγα. Μπορείς να ~ξεις το φως (= να το ανάψεις. ΑΝΤ. σβήνω);|| (αμτβ.) Ο διακόπτης ~ει με κάρτα.|| ~ την ένταση της τηλεόρασης (= αυξάνω). ΑΝΤ. κλείνω (5) 5. δημιουργώ εσοχή, κενό (συνήθ. στην επιφάνεια της γης): ~ μια λακκούβα (στο έδαφος/στο χώμα). ~χτηκαν λαγούμια/χαντάκια. ΣΥΝ. σκάβω.|| ~ξε πέρασμα ανάμεσα στο πλήθος.|| (κατ' επέκτ., για δημιουργία πληγής:) ~ξε ο ασθενής (= έπαθε κατακλίσεις). 6. ελευθερώνω χώρο από οτιδήποτε εμποδίζει το πέρασμα ή δημιουργεί στενότητα: ~ξε ο δρόμος στα χωριά που είχαν αποκλειστεί. (προφ.) Ανοίξτε να περάσω (= κάν(ε)τε τόπο)!|| ~ξαν τα σύνορα (= είναι ελεύθερη η επικοινωνία μεταξύ των χωρών). ΑΝΤ. κλείνω (9) 7. κάνω έναρξη σε κάτι, ξεκινώ: ~ λογαριασμό καταθέσεων.|| (για επαγγελματική δραστηριότητα:) ~ γραφείο/επιχείρηση/εστιατόριο (πβ. ιδρύω). ~ξε νέο κατάστημα (= εγκαινιάστηκε). Πότε ~εις το ιατρείο (ενν. μετά τις διακοπές); Το μαγαζί δεν θα ~ξει στις γιορτές (= θα μείνει κλειστό). ~ξαν τα σχολεία!|| (μτφ.) Την εκδήλωση θα ~ξει (με ομιλία του) ο ... (= θα προλογίσει). ~ξε τη συζήτηση (= άρχισε πρώτος). ~ξαν διάλογο με ... ~ξε θέμα ηγεσίας. Έχει ~ξει παρτίδες με τον υπόκοσμο. ~ει μια νέα περίοδος/ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις των δύο κρατών. Χώρα που ~ει δίαυλο επικοινωνίας/συνεργασίας με τις γειτονικές της. ~ει το Τριώδιο (= μπαίνει). ΑΝΤ. κλείνω (4) 8. ΠΛΗΡΟΦ. εμφανίζω τα περιεχόμενα αρχείου ή προγράμματος στην οθόνη υπολογιστή (συνήθ. με διπλό κλικ στο εικονίδιό του): ~ το έγγραφο/το λινκ/το παράθυρο.|| Δεν ~ει η (ιστο)σελίδα. 9. (αμτβ.) αυξάνεται το πλάτος μου, γίνομαι πιο ευρύς: Με τον καιρό τα παπούτσια θα ~ξουν και δεν θα σε στενεύουν.|| (μτφ.) ~ει το χάσμα ανάμεσα στις δύο παρατάξεις (= μεγαλώνει). 10. δίνω σε κάτι πιο φωτεινή απόχρωση: ~ τα μαλλιά μου (ΣΥΝ. ξανοίγω). 11. γράφω το πρώτο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: Ανοίξτε εισαγωγικά.|| ~ει παρένθεση. ΑΝΤ. κλείνω (12) 12. (προφ.) χειρουργώ: Τον ~ξαν.ανοίγεται: εκτείνεται, απλώνεται: Μπροστά μας ~ η θάλασσα.|| (μτφ.) ~ονται νέες δυνατότητες/ευκαιρίες/προοπτικές. Το κόμμα ~ στην κοινωνία (= κάνει άνοιγμα). ● Παθ.: ανοίγομαι 1. εξωτερικεύω τον ψυχικό μου κόσμο, εκδηλώνομαι: Δεν ~ εύκολα σε αγνώστους. Πβ. ανοίγω την καρδιά μου. 2. απομακρύνομαι από κάποιο χώρο: (από τη στεριά) Η βάρκα ~χτηκε στο πέλαγος. Μπήκαμε στο σκάφος και ~χτήκαμε στη θάλασσα. Πβ. βγαίνω στ' ανοιχτά, ξεμακραίνω.|| (για οδηγό:) ~χτηκε αριστερά, για να κάνει προσπέραση.|| (από τον χώρο της άμυνας στο ποδόσφαιρο:) Οι αντίπαλοι ~χτηκαν, αφήνοντας κενά στην αμυντική γραμμή. 3. διευρύνω, επεκτείνω τις δραστηριότητές μου, πνευματικές, οικονομικές· ξοδεύω υπέρμετρα, ξανοίγομαι: Χώρες που ~ονται στις νέες τεχνολογίες.|| (προφ.) Ας μην ~όμαστε (πολύ), έχουμε και έξοδα! ● Μτχ.: ανοιγόμενος , η, ο: που μπορεί να ανοίξει: ~η: οροφή (βλ. αίθριο). ~o: τραπέζι. Μηχανισμός αυτόματα/ηλεκτρικά/υδραυλικά ~. ~ καναπές που γίνεται κρεβάτι (: αναδιπλούμενος, πτυσσόμενος). Παράθυρα συρόμενα, ~α και ανακλινόμενα. ● ΦΡ.: ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου: χαίρομαι: ~ ~ όταν τον βλέπω!, ανοίγει η τύχη μου: βελτιώνεται πολύ η κατάστασή μου (ύστερα από απροσδόκητα θετικό συμβάν): Κέρδισε το λαχείο και ~ξε ~ του., ανοίγει ο κύκλος: αρχίζει να λαμβάνει χώρα μια σειρά δραστηριοτήτων (που αναμένονται να διαρκέσουν αρκετές ημέρες): ~ ~ των απολογιών/διαπραγματεύσεων/κινητοποιήσεων., ανοίγω (τον) δρόμο 1. (μτφ.) δημιουργώ τις προϋποθέσεις (για κάτι συνήθ. θετικό): Οι νέες τεχνολογίες ~ουν ~ προς τη/στη γνώση.|| ~ξε ο δρόμος για την προαγωγή του. 2. δημιουργώ πέρασμα: ~ξε ~ με τους αγκώνες του/ανάμεσα στο πλήθος., ανοίγω δουλειές (σε κάποιον) (προφ.): βάζω κάποιον σε μπελάδες, του προκαλώ προβλήματα: Μου έχεις ~ξει ~ με τα καμώματά σου!, ανοίγω ευκαιρίες: δημιουργώ νέες δυνατότητες: Σπουδές που ~ουν ~ στη (/για τη) ζωή.|| ~ουν/~ονται ~ που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε (= παρουσιάζονται)., ανοίγω σπίτι (μτφ.-προφ.): παντρεύομαι: Είναι ώρα ν' ανοίξεις κι εσύ ~ (= να νοικοκυρευτείς)!, ανοίγω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.): τον διαφωτίζω, τον αφυπνίζω: Μας ~ξε ~ και καταλάβαμε την απάτη. ΑΝΤ. κλείνω τα μάτια (κάποιου) (1), ανοίγω τα μάτια μου: ξυπνώ· κατ' επέκτ. ανακαλύπτω την αλήθεια: Με το που ~ξε ~ του ... || ~ξε ~ σου επιτέλους να δεις τι γίνεται (= ξεστραβώσου)!, ανοίγω την αγκαλιά μου 1. απλώνω τα χέρια μου για να αγκαλιάσω κάποιον: ~ξε ~ του και την έσφιξε στο στήθος του. 2. (μτφ.) υποδέχομαι κάποιον ζεστά, με στοργή: Ιατροί και νοσηλευτές ~ξαν ~ τους στα παιδιά., ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον): εξωτερικεύω, εκμυστηρεύομαι σε κάποιον κάτι που σκέφτομαι ή που με απασχολεί: (Μου) ~ξε ~ του και μου μίλησε για τα προβλήματά του (= μου ανοίχτηκε). Πβ. εξομολογούμαι, βγάζω τα (ε)σώψυχά μου., ανοίγω την όρεξη/(μου)ανοίγει η όρεξη: προκαλώ επιθυμία για φαγητό/έχω έντονη επιθυμία για κάτι: Γεύσεις/πιάτα που ~ουν ~.|| (μτφ.) Η ανοδική πορεία της οικονομίας έχει ανοίξει την ~ των εταιρειών για νέες (επενδυτικές) δραστηριότητες., ανοίγω το σκορ: σημειώνω το πρώτο γκολ ή καλάθι: Οι φιλοξενούμενοι ~ξαν ~.|| Το σκορ ~ει με δυνατό σουτ του ..., ανοίγω τον φάκελο (μτφ.): ξεκινώ τη διερεύνηση μιας υπόθεσης: Δημοσιογράφος που έχει αποφασίσει να ~ξει ~ της δολοφονίας.|| ~ξε ο φάκελος της διαφθοράς., ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) (μτφ.-προφ.): (απειλητ. ή ως έκφρ. δυσαρέσκειας) τον χτυπώ στο κεφάλι: Θα σου ~ξω/σπάσω το ~!, άνοιξαν οι ουρανοί: σε περιπτώσεις πολύ δυνατής βροχής: ~ ~ και άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς/ρίχνει καρεκλοπόδαρα., ν' ανοίξει/ν' άνοιγε η γη (και) να με καταπιεί (μτφ.): να εξαφανιστώ, να χαθώ από όλους και από όλα: Αισθάνθηκα τόσο άσχημα/ντράπηκα τόσο πολύ, που μακάρι ν' άνοιγε ~ ~!|| Αν λέω ψέματα, ν' ανοίξει ~ ~., ανοίγει (νέους) ορίζοντες βλ. ορίζοντας, ανοίγει νέους/καινούργιους δρόμους βλ. δρόμος, ανοίγει ο καιρός βλ. καιρός, ανοίγει ο ουρανός βλ. ουρανός, ανοίγει τις πύλες/τις πόρτες του/της βλ. πύλη, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας βλ. Πανδώρα, ανοίγει τους ασκούς/τον ασκό του Αιόλου βλ. ασκός, ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες βλ. μυαλό, ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο βλ. κλείνω, ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, ανοίγει/ξύνει (παλιές) πληγές βλ. ξύνω, ανοιγμένα κεφάλια βλ. κεφάλι, ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, ανοίγω ιστορίες βλ. ιστορία, ανοίγω λογαριασμούς βλ. λογαριασμός, ανοίγω πανιά βλ. πανί, ανοίγω πυρ βλ. πυρ, ανοίγω σαμπάνιες βλ. σαμπάνια, ανοίγω τα στραβά μου βλ. στραβός, ανοίγω την πόρτα της εξόδου βλ. πόρτα, ανοίγω το βήμα/τον βηματισμό μου βλ. βήμα, ανοίγω το στόμα μου βλ. στόμα, ανοίγω τον χορό βλ. χορός, ανοίγω/απλώνω (τα) φτερά (μου) βλ. φτερό, ανοίγω/δείχνω/φανερώνω τα χαρτιά μου βλ. χαρτί, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, ανοίγω/τεντώνω/τσιτώνω τ' αυτιά μου/τ(ο) αυτί βλ. αυτί, άνοιξαν οι κρουνοί/καταρράκτες του ουρανού βλ. κρουνός, άνοιξε η γη και τον κατάπιε/λες και τον κατάπιε η γη/σαν να τον κατάπιε η γη βλ. καταπίνω, αφήνω ανοιχτό (ένα) παράθυρο βλ. παράθυρο, γυρίζω/ανοίγω (μια) νέα σελίδα βλ. σελίδα, δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον βλ. πόρτα, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, κάνω/ανοίγω χώρο/τόπο βλ. κάνω, πιάνω/ανοίγω κουβέντα με/σε κάποιον βλ. κουβέντα, σηκώνει/ανεβάζει (την) αυλαία & ανοίγει/σηκώνεται η αυλαία βλ. σηκώνω, σκάβω/ανοίγω τον λάκκο (κάποιου) βλ. λάκκος, τρώγοντας ανοίγει/έρχεται η όρεξη βλ. τρώω [< αρχ. ἀνοίγω, αγγλ. open, γαλλ. ouvrir, γερμ. öffnen]

αορτή

αορτή [ἀορτή] α-ορ-τή ουσ. (θηλ.): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. η μεγαλύτερη σε εύρος αρτηρία που μεταφέρει αίμα από την αριστερή κοιλία της καρδιάς στο υπόλοιπο αρτηριακό σύστημα: ανιούσα/κατιούσα (θωρακική/κοιλιακή) ~. Ανεύρυσμα/ρήξη/στένωση ~ής. Βλ. αορτικό τόξο. [< αρχ. ἀορτή, γαλλ. aorte, αγγλ. aorta]

αρτηριακός

αρτηριακός, ή, ό [ἀρτηριακός] αρ-τη-ρι-α-κός επίθ.: ΙΑΤΡ. που αναφέρεται ή βρίσκεται στις αρτηρίες: ~ός: σφυγμός. ~ή: θρόμβωση/κυκλοφορία/υπέρταση. ~ό: αίμα. ~ά: τοιχώματα. Η μεσογειακή δίαιτα μειώνει την ~ή πίεση. [< μτγν. ἀρτηριακός, γαλλ. artériel, αγγλ. arterial]

βάθος

βάθος βά-θος ουσ. (ουδ.) {βάθ-ους | -η, -ών} 1. η απόσταση ανάμεσα σε ένα ανώτερο και ένα κατώτερο επίπεδο: το ~ του γκρεμού/λάκκου/πηγαδιού. ~ γεώτρησης/εκσκαφής ... μέτρα. Σεισμός μικρού ~ους (= επιφανειακός). Έσκαψαν/καταδύθηκαν/κατέβηκαν σε μεγάλο ~. 2. η απόσταση ανάμεσα σε ένα πρόσθιο και ένα οπίσθιο επίπεδο: το ~ της σπηλιάς/στοάς (πβ. εσωτερικό). (στη ζωγραφική) Η αίσθηση/εντύπωση του ~ους (= του χώρου· βλ. προοπτική). Στο ~ (= φόντο) του πίνακα διακρίνονται δύο φιγούρες. 3. (μτφ.) έκταση, εύρος, μέγεθος: το ~ της γνώσης/σκέψης/σοφίας του. Το ~ ενός προβλήματος.|| Το απύθμενο ~ της ψευτιάς. ΣΥΝ. πλάτος (2) 4. (μτφ.) ουσία, περιεχόμενο: το ~ (= βαθύτερο νόημα) των λέξεων. Πολιτική με ~. Άνθρωπος χωρίς ~ (= κενός). 5. ΦΙΛΟΣ. (στη Λογική) το σύνολο των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων μιας έννοιας, με τα οποία διαφοροποιείται από κάθε άλλη. Βλ. γένος, πλάτος. ● ΣΥΜΠΛ.: βάθος πεδίου: ΦΩΤΟΓΡ. η απόσταση ανάμεσα στο πιο κοντινό στον φακό αντικείμενο και στο πιο απομακρυσμένο από αυτόν, όταν αυτά απεικονίζονται με ευκρίνεια στη φωτογραφία: Αλλάζω/βελτιώνω/ελαχιστοποιώ/μεγιστοποιώ το ~ ~. [< γαλλ. p rofondeur du champ ] , βάθος χρώματος: ΠΛΗΡΟΦ. ο αριθµός των δυαδικών στοιχείων που διατίθενται για την αποθήκευση της πληροφορίας του χρωµατισµού κάθε εικονοστοιχείου: Το ~ ~ ανέρχεται σε/φτάνει τα ... μπιτ. [< αγγλ. color depth] , θόρυβος βάθους: ΤΗΛΕΠ. που προέρχεται από πηγή (ήχου) διαφορετική από αυτή που ηχογραφείται. [< αγγλ. background noise] , βαθιά οικολογία/οικολογία του βάθους βλ. οικολογία, εστιακό βάθος βλ. εστιακός, ψυχολογία του βάθους βλ. ψυχολογία ● ΦΡ.: από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) & (λόγ.) εκ βάθους/από μέσης καρδίας: για έκφραση γνήσιων και έντονων συναισθημάτων: Σας ευχαριστώ/συγχαίρω ~ ~ (= ειλικρινά)! Εύχομαι ~ ~ υγεία και μακροημέρευση! ΣΥΝ. από καρδιάς, με όλη μου την ψυχή/την καρδιά [< γαλλ. du fond de mon coeur] , εν τω βάθει (επιστ.): στο βάθος: (ΙΑΤΡ.) ~ ~ λοίμωξη/φλεβική θρόμβωση. ~ ~ καμπτήρας (δακτύλων). ΑΝΤ. επιπολής, κατά (/στο) βάθος: στην πραγματικότητα: ~ ~, είναι καλός άνθρωπος.|| Ξέρω, ~ ~ (: βαθιά μέσα μου), ότι λέει ψέματα. [< γαλλ. au/dans le fond] , με βάθος χρόνου 1. με προοπτική: επένδυση/συνεργασία ~ ~. 2. (για στόχο) με προβλεπόμενο χρονικό όριο για την επίτευξή του: έργα ~ ~ τα πέντε έτη/το 2020 (= με χρονικό ορίζοντα)., σε βάθος & (λόγ.) εις βάθος: που φτάνει στην ουσία των πραγμάτων: ανάλυση/έρευνα ~ ~ (= λεπτομερής, σχολαστική). Γνωρίζω ~ ~ το θέμα. Εξέτασε ~ ~ την υπόθεση (= διεξοδικά).|| Καθαριότητα ~ ~. Βλ. επιφανειακός. [< αγγλ. in depth, γαλλ. au fond de, à fond] , σε βάθος και (σε) πλάτος/σε πλάτος και (σε) βάθος 1. λεπτομερώς, από όλες τις πλευρές: έλεγχος ~ ~. Τα δεδομένα μελετήθηκαν ~ ~. ΣΥΝ. ενδελεχώς. 2. σε όλα τα επίπεδα: διεύρυνση/μεταρρύθμιση ~ ~., σε βάθος χρόνου 1. μακροπρόθεσμα, μελλοντικά: εφαρμογή του μέτρου σε (ικανό) ~ ~, όχι αμέσως. Αλλαγές που πραγματοποιούνται σταδιακά και ~ ~. 2. (προκειμένου για συγκεκριμένη χρονική προθεσμία) σε διάστημα: υλοποίηση του προγράμματος ~ ~ οκτώ μηνών. [< αγγλ. in time depth] , τα βάθη του χρόνου/των αιώνων: το πολύ μακρινό παρελθόν: Ιστορία/πολιτισμός που ξεκινά από τα/που χάνεται στα ~ ~., το βάθος/τα βάθη (συνήθ. προηγείται η πρόθ. σε ή από) 1. το εσώτερο σημείο, το πίσω μέρος: Στο ~ διακρίνεται το χωριό. Στο ~ του ορίζοντα. Τον είδε στο ~ της αίθουσας/του διαδρόμου.|| (μτφ.) Εικόνες από ~ της μνήμης/του μυαλού (πβ. μύχια). 2. το πιο απομακρυσμένο ή πάρα πολύ μακρινό σημείο: ταξίδι στα ~ της ερήμου (πβ. πέρατα). 3. {συνήθ. στον πληθ.} πολύ χαμηλό ή το χαμηλότερο σημείο: από τα/στα ~ της Γης (πβ. έγκατα)/της θάλασσας (πβ. πυθμένας). Αποστολές στα (άγνωστα) ~ των ωκεανών (πβ. άβυσσος). Στο ~ (= στον πάτο) της λίμνης., χαίρε βάθος αμέτρητον (από τον Ακάθιστο Ύμνο) (λόγ.-ειρων.): για δήλωση χαοτικής, άναρχης κατάστασης ή για κάτι εντελώς ασαφές και απροσδιόριστο., ή του ύψους ή του βάθους βλ. ύψος, φως στο τούνελ βλ. τούνελ [< αρχ. βάθος, γαλλ. fond, αγγλ. depth, γερμ. Tiefe]

βαστώ

βαστώ [βαστῶ] βα-στώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {βαστ-άς ..., -ούν (σπανιότ.) -άνε | βάστ-αγε, βάστ-αξα κ. -ηξα, -ιέμαι, -ώντας} & βαστάω (προφ.) 1. & (λαϊκό) βαστάζω: κρατώ, πιάνω, σηκώνω: Βάστα με από το χέρι και μη με αφήνεις! Βάστα λίγο την τσάντα. ~αγε το μωρό στην αγκαλιά. Δεν μπορώ να ~ήξω τόσο βάρος. 2. συγκρατώ, περιορίζω: Δεν μπορούσα να ~άξω τα δάκρυά/τον θυμό μου. Βάστα τα νεύρα σου. Βαστάτε με, θα τον δείρω. Με το ζόρι ~ιέμαι να μην γελάσω. Δεν ~ιέμαι άλλο από την ανυπομονησία (= δεν κρατιέμαι)! 3. αντέχω, υπομένω: Δεν ~ άλλο τέτοια ταπείνωση (: δεν την ανέχομαι). Βάστα γερά (: μην το βάζεις κάτω, κάνε κουράγιο)! Θα αγωνίζομαι όσο ~ά η ψυχή μου.|| ~ούν τα κότσια σου (= έχεις το θάρρος); 4. κατάγομαι, προέρχομαι από: ~άει από καλή οικογένεια/πλούσιο σπίτι. 5. φροντίζω, διαχειρίζομαι, έχω την ευθύνη: Ποιος σου ~άει το μαγαζί/τα παιδιά (= προσέχει) όσο λείπεις; ~άει μόνη της ολόκληρη επιχείρηση. 6. (για χρήματα) έχω στο πορτοφόλι ή την τσέπη μου: ~άς καθόλου λεφτά/ψιλά πάνω σου; 7. τηρώ: ~ το λόγο/τις υποσχέσεις μου.βαστά & βαστάει 1. διαρκεί: ~ πολύ καιρό η κακοκαιρία. Πόση ώρα ~ η ταινία; Το γλέντι ~αξε μέχρι το πρωί.|| Τα νεύρα του δεν ~ούν για πολύ (: του περνούν γρήγορα). 2. είναι ανθεκτικός, αντέχει: Τα καλά υλικά/υφάσματα ~άνε χρόνια. Δεν θα ~ήξει για πολύ ακόμα η οροφή (: θα πέσει)! 3. στηρίζει: Οι κολόνες ~άνε/~ούν το σπίτι. (ΣΥΝ. υποβαστάζουν). Το ράφι δεν ~άει όλα τα βιβλία. Το κλαδί δεν θα σε ~ήξει, θα πέσεις κάτω., βάστα!: στάσου, κάτσε: ~ (= όπα)! Πολλή φόρα πήρες! ● ΦΡ.: (αν) σου βαστά(ει): (αν) τολμάς, (αν) έχεις το θάρρος: Σου ~ να τον αντιμετωπίσεις στα ίσια; (απειλητ.) Έλα να λογαριαστούμε/κόπιασε αν σου βαστά (= αν κοτάς)., βαστιέται/κρατιέται καλά (προφ.): βρίσκεται σε καλή σωματική ή οικονομική κατάσταση: ~ ~ παρά την ηλικία του., δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή): δεν έχω το ψυχικό σθένος, δεν αντέχω: ~ ~ να σε βλέπω λυπημένη. Πώς το ~αξε η καρδιά σου να την στενοχωρήσεις;|| Σου ~ (η καρδιά) να τους προδώσεις; ΣΥΝ. δεν μου πάει (η καρδιά) να ..., το βαστάω (σε κάποιον): δεν ξεχνώ το κακό που μου έκανε και περιμένω να του το ανταποδώσω. ΣΥΝ. κρατάω (κάτι) γινάτι, κρατώ κακία σε κάποιον, το κρατάω/φυλάω (μανιάτικο), (δεν) με κρατούν/βαστούν τα πόδια μου βλ. πόδι, από πού κρατά(ει)/βαστά(ει) η σκούφια του; βλ. σκούφια, κρατώ την αναπνοή μου βλ. αναπνοή, κρατώ/παίρνω τα γκέμια βλ. γκέμια, τρεχάτε/βαστάτε ποδαράκια μου (να μη σας χέσει ο κώλος μου) βλ. πόδι [< μεσν. βαστώ]

βηματοδότης

βηματοδότης βη-μα-το-δό-της ουσ. (αρσ.) 1. ΙΑΤΡ. -ΤΕΧΝΟΛ. (για καρδιοπαθείς) συσκευή που εμφυτεύεται κυρ. στο θωρακικό τοίχωμα και απελευθερώνει μέσω ηλεκτροδίου ηλεκτρονικά ερεθίσματα, τα οποία ρυθμίζουν τους χτύπους της καρδιάς: μόνιμος/τεχνητός ~. Εμφύτευση ~η. ~ες-απινιδωτές. Βλ. κολποκοιλιακός αποκλεισμός.|| Φυσιολογικός ~ της καρδιάς (= φλεβόκομβος). Βλ. -δότης. 2. (μτφ.) παράγοντας που καθορίζει μία κατάσταση: ~ των (κοινωνικών) εξελίξεων. [< αγγλ. (artificial) pacemaker, 1951]

βραδυ- & βραδύ-

βραδυ- & βραδύ- (λόγ.): α' συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνει βραδύτητα ή δυσκολία στην εκτέλεση λειτουργίας: βραδυ-κίνητος/~φλεγής. Βραδύ-καυστος.|| (μτφ.) Bραδύ-νους (ΑΝΤ. οξύ-).|| (ΙΑΤΡ.) Βραδυ-καρδία (ΑΝΤ. ταχυ-).|| Βραδυ-πορώ.|| Βραδ-έως.

γελώ

γελώ [γελῶ] γε-λώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {γελ-άς, -ά κ. -άει | γέλ-ασα, -ιέμαι, -άστηκα, -ώντας, -ασμένος} & γελάω 1. εκφράζω ευχάριστο συναίσθημα, χαρούμενη διάθεση με γέλιο, παράγοντας συνήθ. χαρακτηριστικό ήχο: ~ αυθόρμητα/δυνατά/νευρικά. ~ με το ανέκδοτο/τα αστεία του. ~ πολύ με αυτόν τον ηθοποιό. Με κάνεις να/και ~άω! Καιρό είχα να ~άσω έτσι/τόσο (πολύ). ~άει με το παραμικρό. Κρατήθηκα να μη ~άσω με αυτά που άκουγα. Πώς να μη ~άει κανείς με τα καμώματά του; Ακόμα ~ με το πάθημά μας! ~ούσε ολόκληρος (: ήταν πολύ χαρούμενος).|| (Μου/του) ~ασε με νόημα. ΣΥΝ. χαμο~.|| Ο κόσμος θέλει να ~άσει (= να διασκεδάσει).|| Δεν ~ (= αστειεύομαι), το θέμα είναι σοβαρό. Πβ. παίρνω στην πλάκα κάποιον/κάτι.|| ~ με κάποιον/εις(/σε) βάρος του. ~ από μέσα μου (: συνήθ. για χαιρέκακη, περιπαικτική διάθεση που δεν εκδηλώνεται φανερά. Πβ. περι~). Βλ. χαζο~. ΑΝΤ. κλαίω (1) 2. ξεγελώ, εξαπατώ, παραπλανώ: Είναι πολύ έξυπνος και δεν τον ~άς εύκολα. Το νου σου/πρόσεξε μη σε ~άσουν! (Φαίνεται να) σε απασχολεί κάτι, δε με ~άς εμένα. Πίστευα ότι θα μου δώσουν τη θέση, αλλά ~άστηκα.|| Αν νομίζεις ότι αυτό θα περάσει έτσι, ~άστηκες (= πέφτεις έξω, σφάλλεις). Αν πιστεύετε ότι θα υποχωρήσουμε, σας ~άσανε. Αν δεν ~ιέμαι, αυτός είναι ο ... (πβ. αν δεν κάνω λάθος). ● ΦΡ.: ας γελάσω (προφ.): ως ειρων. σχόλιο για κάτι: Αν έχω πολύ ελεύθερο χρόνο; ~ ~ (= δεν έχω καθόλου)!, ας μη γελιόμαστε (προφ.): ας μην έχουμε αυταπάτες, ας είμαστε ρεαλιστές: ~ ~, χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμα για να πούμε πως πετύχαμε., γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος (παροιμ.): στο τέλος φαίνεται ποιος είναι σε πλεονεκτική θέση. [< γερμ. Wer zuletzt lacht, lacht am besten] , γελάνε/γελούν και τ' αυτιά/και τα μουστάκια του: είναι εμφανώς πολύ χαρούμενος., γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων (προφ.-εμφατ.): γελώ πάρα πολύ, ξεκαρδίζομαι., είναι να γελάς/να γελάει κανείς ... (προφ.): για κάτι γελοίο: ~ ~ με τις δικαιολογίες/την μεγαλομανία του., θα σε γελάσω (προφ.): για να δηλώσει κάποιος άγνοια ή αβεβαιότητα: Δεν είμαι σίγουρος σε ποιο δρόμο μένει, ~ ~., με γελούν τα αυτιά/τα μάτια μου (προφ.): για κάτι αξιοπερίεργο που ακούει ή βλέπει κάποιος, όμως δυσκολεύεται να το πιστέψει: Μη/μήπως ~ ~; Άκουσα/βλέπω καλά ή ~ ~; Αν δεν με ~ τα μάτια μου, αυτός είναι ο ..., μην το γελάς!/το γελάς; (προφ.): για κάτι που δεν είναι απίθανο να συμβαίνει ή να συμβεί: Μην το γελάς, αυτός είναι ικανός για τα πάντα!, αν δεν με απατά/γελά η μνήμη μου βλ. μνήμη, γαργάλησέ με να γελάσω βλ. γαργαλώ, γελάει κάτω από τα μουστάκια του βλ. μουστάκι, γελάνε και τα τσιμέντα βλ. τσιμέντο, γέλασε/έσκασε/χαμογέλασε το χειλάκι του βλ. χείλι, δεν είναι παίξε-γέλασε βλ. παίζω, η τύχη μού γελάει/μού χαμογελάει βλ. τύχη, θα γελάσει (κι) ο κάθε πικραμένος βλ. πικραμένος, θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι βλ. παρδαλός, θα γελάσουν και οι κότες βλ. κότα, να κλάψω ή να γελάσω; βλ. κλαίω, ούτε κλαίει ούτε γελάει βλ. κλαίω, της νύχτας τα καμώματα/τα καμώματα της νύχτας τα βλέπει η μέρα και γελά βλ. κάμωμα ● βλ. γελασμένος [< αρχ. γελῶ, γαλλ. rire, αγγλ. laugh]

εγκεφαλικό

εγκεφαλικό [ἐγκεφαλικό] ε-γκε-φα-λι-κό ουσ. (ουδ.) ΣΥΝ. αποπληξία 1. ΙΑΤΡ. & εγκεφαλικό επεισόδιο: βλάβη που προκαλείται σε τμήμα του εγκεφάλου λόγω διαταραχής της κυκλοφορίας του αίματος (αιμορραγία, θρόμβωση, εμβολή): αγγειακό/αιμορραγικό/(μη) αναστρέψιμο/βαρύ/ελαφρύ/ήπιο/ισχαιμικό/οξύ/σοβαρό ~ . Πολλαπλά ~ά. Έπαθε/υπέστη ~. Πέρασε ένα ~ που τον άφησε παράλυτο. Βλ. ημιπληγία, ισχαιμία. 2. (μτφ.-προφ.) έντονη και οδυνηρή έκπληξη: Δεν θα το γλιτώσω το ~, να μου το θυμηθείτε! Είμαι στα πρόθυρα ~ού εξαιτίας ... Πβ. κόλπος2, σοκ, ταμπλάς1.

εγχείρηση

εγχείρηση [ἐγχείρηση] εγ-χεί-ρη-ση ουσ. (θηλ.) & εγχείριση: ΙΑΤΡ. επέμβαση με χειρουργικά εργαλεία στο σώμα ανθρώπου για θεραπευτικούς ή επανορθωτικούς σκοπούς: αναίμακτη/λεπτή/πλαστική/ρομποτική/σοβαρή ~. ~ σκωληκοειδίτιδας/στήθους. ~ στο γόνατο. ~ με λέιζερ/ολική ή τοπική αναισθησία. Αλλεπάλληλες/πολλαπλές ~ήσεις. Έκανε ~/υποβλήθηκε σε ~ (= χειρουργήθηκε). ● Υποκ.: εγχειρησούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: εγχείρηση ανοιχτής/ανοικτής καρδιάς: χειρουργική επέμβαση στην καρδιά κατά την οποία η κυκλοφορία του αίματος στο σώμα γίνεται εξωσωματικά με αντλία., πλαστική εγχείρηση/επέμβαση βλ. πλαστικός ● ΦΡ.: η εγχείρηση πέτυχε, (αλλά) ο ασθενής απεβίωσε/απέθανε (ειρων.): για να δηλωθεί ότι κάτι έγινε με άψογο τρόπο, αλλά κατέληξε σε αποτυχία. [< αρχ. ἐγχείρησις ‘επιχείρηση, απόπειρα’, γαλλ. opération (chirurgicale)]

εκλεκτός

εκλεκτός, ή, ό [ἐκλεκτός] ε-κλε-κτός επίθ. & εκλεχτός: που ξεχωρίζει, που διακρίνεται για την ποιότητα ή/και τις ικανότητές του: ~ός: καλεσμένος/καλλιτέχνης/κόσμος. ~ή: κουζίνα/παρέα/προσωπικότητα/συλλογή. ~οί: ομιλητές/πελάτες/προσκεκλημένοι. ~ά: γούστα/πιάτα/στελέχη. ~ φίλος και συνεργάτης. Κρασί ~ής ποιότητας. Πβ. διαλεχτός, εξαιρετικός, εξαίσιος, ξεχωριστός.|| (ΘΕΟΛ.) Ο ~ (= περιούσιος) λαός του Θεού (: οι Εβραίοι στην ΠΔ).|| (ως ουσ.) Ο ~ του Προέδρου. ● ΣΥΜΠΛ.: σκεύος εκλογής βλ. σκεύος ● ΦΡ.: ο εκλεκτός/η εκλεκτή της καρδιάς της/του: πρόσωπο για το οποίο κάποιος τρέφει ερωτικά συναισθήματα: Παντρεύτηκε τον ~ό της καρδιάς της. Πβ. αγαπημένος, ταίρι., πολλοί μεν οι κλητοί, ολίγοι δε οι εκλεκτοί βλ. κλητός [< αρχ. ἐκλεκτός ‘επιλεγμένος’]

επιπωματισμός

επιπωματισμός [ἐπιπωματισμός] ε-πι-πω-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): ΙΑΤΡ. αναστολή της αιμορραγίας με τη χρήση αποστειρωμένης γάζας ή βαμβακιού: πρόσθιος/ρινικός ~. Πβ. ταμπονάρισμα. Βλ. -ισμός. ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιακός επιπωματισμός: συμπίεση της καρδιάς εξαιτίας συγκέντρωσης υγρού, συνήθ. αίματος, στο περικάρδιο. [< αγγλ. heart tamponade, 1932]

ζαχαρένια

ζαχαρένια ζα-χα-ρέ-νια ουσ. (θηλ.): μόνο στη ● ΦΡ.: χαλάω τη ζαχαρένια/την καρδιά μου (προφ.): χαλώ την ψυχική μου διάθεση, στενοχωριέμαι: Μη χαλάς ~ ~ σου (= σκας, σκοτίζεσαι) άνευ λόγου και αιτίας. Ασ' τον να λέει ό,τι θέλει! Δεν θα χαλάσω εγώ ~ (= πιεστώ), επειδή το θέλει αυτός.

καίω

καίω καί-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καις, -ει, -με, -τε, -ν(ε) | έκα-ψα, κά-ψω, καί-γεται, κά-ηκε, -εί, (λόγ.) καιόμενος, κα-μένος, καίγοντας} & (λαϊκό) καίγω 1. καταστρέφω με φωτιά: ~ψε το γράμμα/τα ξερά κλαδιά/τα σκουπίδια. Οι φλόγες ~ψαν ... στρέμματα δασικής έκτασης. Τα απόβλητα, όταν ~γονται, εκπέμπουν διοξίνες. Η πόλη λεηλατήθηκε και ~ηκε ολοσχερώς (βλ. πυρπολώ). Ο ναός ~ηκε συθέμελα. ~μένοι: κορμοί. Βλ. καρβουνιάζω, καψαλίζω.|| Εγκλωβίστηκαν στο φλεγόμενο κτίριο και ~ηκαν ζωντανοί. Πβ. απανθρακώνω, αποτεφρώνω.|| (μτφ.) ~γεται η καρδιά μου (= στενοχωριέμαι πολύ, υποφέρω). Βλ. κατα~. 2. προκαλώ αλλοίωση, φθορά σε κάτι, εκθέτοντάς το σε υψηλή θερμοκρασία, ακτινοβολία ή καυστικές χημικές ουσίες: ~ψα το φόρεμα (: με το σίδερο). Το 'καψες το φαγητό! Μου μυρίζει ~μένο!|| (για υπερθέρμανση συσκευών, μηχανών:) ~ηκε η λάμπα/μηχανή (του αυτοκινήτου)/οθόνη (του υπολογιστή). ~μένος: μετασχηματιστής. ~μένη: ασφάλεια.|| (λόγω πολύ χαμηλής θερμοκρασίας:) Ο παγετός/η παγωνιά/το χιόνι ~ψε τα δέντρα. 3. (μτφ.) βλάπτω, ζημιώνω: Αλήθειες που ~νε! Το σκάνδαλο θα ~ψει πολλούς. Μ' ~ψες (= εξέθεσες) μ' αυτά που είπες! Αν μαθευτεί, ~ηκα (= πάω χαμένος, την έβαψα, την έχω άσχημα)! Απ' αυτή την ιστορία βγήκα ~μένος! Βλ. χαροκαμένος.|| (απειλητ.) ~ηκες αν σε πιάσω, κακομοίρη μου! 4. θερμαίνω κάτι, ώστε να λιώσει· ζεματώ: ~ βούτυρο στο τηγάνι. Πβ. ζεσταίνω.|| (προφ.-εμφατ.) Καλέ, εσύ καις ολόκληρος (= έχεις πυρετό)! 5. προκαλώ έγκαυμα: ~ψα το χέρι μου στο μάτι της κουζίνας. Μ' ~ψε με το τσιγάρο. Ο ασβέστης/η χλωρίνη του ~ψε τα μάτια. ~ηκε η γλώσσα μου (: από καυτό ρόφημα). Πρόσεξε μην ~είς! Μην πατάς ξυπόλυτος στην άμμο και ~ούν τα πόδια σου! ~ηκε η πλάτη μου (: από τον ήλιο)! Βλ. καυτηριάζω, συγκαίομαι. 6. (προφ.) καταναλώνω καύσιμο ή ενέργεια: (για αυτοκίνητο:) ~ει πολλή βενζίνη. Συσκευές που ~νε πολύ ρεύμα.|| (για νοικοκυριά:) ~με φυσικό αέριο. Πόσο πετρέλαιο ~τε κάθε χρόνο;|| Ο οργανισμός ~ει θερμίδες/λίπος (βλ. καύσεις). 7. ΠΛΗΡΟΦ. (προφ.) εγγράφω δεδομένα σε ψηφιακό δίσκο: ~ σιντί.καίει 1. είναι αναμμένο(ς): ~ το καντήλι/το κερί/η φωτιά.|| (προφ.) Τα καλοριφέρ ~νε στο φουλ! Μην αφήσεις την τηλεόραση να ~/τα φώτα να ~νε όλη μέρα! Βλ. σιγο~. 2. έχει, εκπέμπει υψηλή θερμοκρασία· είναι καυτό(ς): Δεν έχει ~ψει ακόμη το σίδερο/ο φούρνος. Μόλις ~ψει το λάδι (: στο τηγάνι), ρίχνεις τις πατάτες!|| Η άσφαλτος/ο ήλιος/το νερό ~ (= ζεματά)! ~ ο τόπος (= βράζει, έχει καύσωνα)! Η σούπα ~, άσ' τη να κρυώσει!|| ~ το μέτωπό του (: έχει πολύ πυρετό)!|| Ένιωθα τα μάγουλά μου να ~νε (: από ντροπή). 3. προκαλεί αίσθημα καψίματος: Με ~ ο λαιμός (πβ. τσούζει)/το στομάχι (βλ. καύσος) μου. ~νε τα μάτια μου (: από τον καπνό).|| (για καυτερό φαγητό:) Πρόσεχε, οι πιπεριές ~νε. 4. (μτφ.) απασχολεί έντονα τη σκέψη κάποιου· βασανίζει, ταλανίζει: Είναι ένα ερώτημα/θέμα που με ~. ● Παθ.: καίγομαι (μτφ.-προφ.) 1. βιάζομαι, επείγομαι· με ενδιαφέρει πολύ: Μπορεί να γίνει κι αργότερα, δεν ~!|| ~ (= φλέγομαι) να μάθω τις εξελίξεις! 2. (εμφατ.) διακατέχομαι: ~ από περιέργεια! Η καρδιά της ~εται από αγάπη/πόθο. ΣΥΝ. φλέγομαι (1) 3. (σε παιχνίδια) αποκλείομαι, χάνω: Μετά την τρίτη αποτυχημένη προσπάθεια, ~γεστε! Μην τραβήξεις άλλο χαρτί, μπορεί να καείς. ● ΣΥΜΠΛ.: καμένη γη 1. (μτφ.) για κατάσταση πλήρους αποδιάρθρωσης που έχουν αφήσει προκάτοχοι στους διαδόχους τους: Παρέλαβαν ~ ~ στην εταιρεία. 2. ΣΤΡΑΤ. συστηματική καταστροφή όλων των δυνατών μέσων συντήρησης και επιβίωσης (π.χ. των καλλιεργειών) από στρατό που υποχωρεί, ώστε ο αντίπαλος να μην μπορεί να βρει τα απαραίτητα για τον ανεφοδιασμό του: η τακτική της ~ης γης., φλεγόμενη/καιόμενη βάτος βλ. βάτος ● ΦΡ.: (ένα) και να καίει! (προφ.): για κάτι μικρό σε αριθμό, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό (ή οδυνηρό): Μακάρι να έβαζαν ένα γκολ! ~ ~!, θα το κάψουμε/το κάψαμε (προφ.): για ξέφρενο γλέντι: Απόψε θα ~ ~! Το κάψαμε στον γάμο του! ΣΥΝ. θα/να καεί το πελεκούδι, καίει καρδιές (μτφ.-προφ.): έχει πολλές ερωτικές επιτυχίες: Έκαψε πολλές καρδιές στα νιάτα της. Βλ. καρδιοκατακτητής., καμένο χαρτί: για κάποιον ή κάτι αποτυχημένο, άχρηστο: Άστον αυτόν· είναι πλέον ~ ~. Το ζήτημα θεωρείται ~ ~. Πβ. χαμένος/καμένος από χέρι. ΣΥΝ. χαμένη υπόθεση., να/θα καείς στην κόλαση!: ως κατάρα ή απειλή., φωτιά (να πέσει)/ο Θεός να με κάψει: ως όρκος: Αν τυχόν λέω ψέματα, ~ ~! , φωτιά να σε κάψει! & ο Θεός να σε κάψει!: ως κατάρα, απειλή ή προειδοποίηση για επερχόμενη συμφορά, τιμωρία: ~ ~ γι' αυτό που έκανες!, από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει/μέλει κι αν καεί βλ. πίτα, δεν μου καίγεται καρφί βλ. καρφί, εδώ ο κόσμος καίγεται/χάνεται και η γριά/το μουνί χτενίζεται βλ. χτενίζω, ζήτω που καήκαμε! βλ. ζήτω, θα/να καεί το πελεκούδι βλ. πελεκούδι, κάηκε στο ζέσταμα βλ. ζέσταμα, καίγεται ο κώλος του βλ. κώλος, καίει κάρβουνο/μαζούτ βλ. κάρβουνο, καίω τη γούνα (κάποιου) βλ. γούνα, καίω φλάντζα βλ. φλάντζα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, καίω/σκίζω το πτυχίο/τα πτυχία μου βλ. πτυχίο, μαζί με τα/κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά βλ. ξερός, μάρκα μ' έκαψες βλ. μάρκα, μου καίει/τρώει τα σωθικά βλ. σωθικά, να καούν τα κάρβουνα! βλ. κάρβουνο, όποιος καεί/κάηκε στον/με τον χυλό, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε/πέρσι ψόφησε, φέτος βρόμησε βλ. πέρυσι, χαμένος/καμένος από χέρι βλ. χέρι [< αρχ. καίω, μεσν. καίγω, γαλλ. brûler 7: αγγλ. burn, 1976]

καρδιο- & καρδι- & καρδιό-

καρδιο- & καρδι- & καρδιό-: το ουσιαστικό καρδιά ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις: (κυρ. ΙΑΤΡ.) καρδιο-γράφος/~χειρουργός. Καρδι(ο)-αγγειακός.|| (αναφορικά με το σχήμα:) Καρδιο-ειδής.|| (για συναισθήματα:) Καρδιο-χτύπι.

καρδιοπάθεια

καρδιοπάθεια καρ-δι-ο-πά-θει-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. κάθε καρδιακό νόσημα: ισχαιμική (= στεφανιαία νόσος)/κυανωτική/οργανική/ρευματική/χρόνια ~. Συγγενείς ~ες. Ασπιρίνη για πρόληψη ~ών. Ο ρόλος των γονιδίων στην εμφάνιση ~ών. Βλ. (ταχυ)αρρυθμία, βραδυ-, ταχυ-καρδία, έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, καρδίτιδα, μαρμαρυγή, μυο~, -πάθεια, στένωση, στηθάγχη, υπέρταση. [< γαλλ. cardiopathie, αγγλ. cardiopathy]

καρδιόσχημος

καρδιόσχημος, η/ος, ο καρ-δι-ό-σχη-μος επίθ. (επιστ.): που μοιάζει στο σχήμα με καρδιά: ~α: φύλλα. ΣΥΝ. καρδιοειδής

κλείνω

κλείνω κλεί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έκλει-σα, κλεί-σει, -στηκα, -στεί, κλείν-οντας, (σπάν.) -όμενος, κλει-σμένος} 1. μετακινώ ή τοποθετώ κινητό τμήμα ενός αντικειμένου ή μιας κατασκευής με τρόπο ώστε να φράξω τη δίοδο ή να εμποδίσω την οπτική επαφή με εσωτερικό χώρο· τον καθιστώ μη προσβάσιμο: ~ τα παντζούρια/το παράθυρο/την πόρτα (με κλειδί = κλειδώνω)/το συρτάρι. Η εξώπορτα ~ει από μέσα/ερμητικά. (σε αυτοκίνητο) Οροφή που ανοίγει και ~ει (= ανοιγοκλείνει) αυτόματα. ~σα το καπάκι. Βλ. μισο~, ξανα~.|| ~ουμε (= σκεπάζουμε) τη χύτρα και βράζουμε για μιάμιση ώρα. Θήκες που ~ουν με φερμουάρ. Πβ. σφαλίζω. ΑΝΤ. ανοίγω (1) 2. μαζεύω ή διπλώνω κάτι ανοιχτό, απλωμένο ή ξεδιπλωμένο: ~ το βιβλίο. Κρεβάτι που ανοίγει και ~ει (= πτύσσεται) εύκολα. 3. (για συσκευή ή επιχείρηση, ίδρυμα) παύω τη λειτουργία, προσωρινά ή μόνιμα: ~ τον απορροφητήρα/τον εκτυπωτή/την οθόνη/τον υπολογιστή. Το μηχάνημα ~ει αυτόματα. Κλείσε τον ήχο/την τηλεόραση!|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ το σάιτ. Πατώντας το κουμπί ~ει το παράθυρο.|| Το κατάστημα ~ει στις τρεις. ~ουν τα θέατρα/τα σχολεία (ενν. για το καλοκαίρι). ~σε το εργοστάσιο (πβ. βάζει/μπαίνει λουκέτο). 4. τελειώνω, ολοκληρώνω κάτι (δραστηριότητα, χρονική περίοδο, προφορικό ή γραπτό κείμενο), το διευθετώ οριστικά· ειδικότ. συμπληρώνω: Η εταιρεία ~σε με επιτυχία τη χρονιά. ~σε τον λόγο/την ομιλία του με μια παράκληση. (ελλειπτ.) ~ με ένα σχόλιο. (σε τελική παράγραφο) ~οντας (= τέλος), θα ήθελα να ... Καθένα από τα κεφάλαια ~ει με ανακεφαλαίωση των βασικών θέσεων. ~ουν οι εκκρεμότητες (πβ. τακτοποιώ). Το θέμα/η ιστορία ~σε (= έληξε).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~σε τον ισολογισμό/το ταμείο (: έκανε απολογισμό). Έχει ~σει ο προϋπολογισμός. (στο χρηματιστήριο) Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ~σε (= οριστικοποιήθηκε) με απώλειες/στις ... μονάδες.|| Τα πόσα (ενν. χρόνια) ~ει; ~ει τα τριάντα. ~σε τρεις μήνες ζωής. ~σαν (= πέρασαν) ήδη δέκα χρόνια από την ίδρυση του συλλόγου. ΑΝΤ. ανοίγω (7) 5. σταματώ τη ροή ηλεκτρικού ρεύματος, υγρού ή αερίου: ~ τον διακόπτη της συσκευής. (ειδικότ.) ~σα (= έσβησα) το φως. Κλείσε τη βρύση! ~ει η βαλβίδα.|| (μτφ.) Θα ~σει η στρόφιγγα των επιχορηγήσεων. 6. διακόπτω τηλεφωνική συνομιλία: ~ το ακουστικό (= κατεβάζω)/το τηλέφωνο. (ελλειπτ.) Συγγνώμη, αλλά πρέπει να ~σω, χτυπάει το κουδούνι.|| ~σε (: έπεσε) η γραμμή. 7. δεσμεύω, κρατώ, εξασφαλίζω: ~ δωμάτιο σε ξενοδοχείο/θέση σε αεροπλάνο/τραπέζι σε εστιατόριο (= κάνω κράτηση). ~σαμε εισιτήρια για τη συναυλία. (προφ.) ~σα διακοπές στο ... 8. συνάπτω σύμβαση· έρχομαι σε συμφωνία (για κάτι): ~ουν δουλειές/παραγγελίες. Έχω ~σει ραντεβού με γιατρό. Έχει ~σει συμβόλαιο με ... ~στηκε (η) συνάντηση (πβ. ορίζω). ~σε η συμφωνία ανάμεσα στις δύο πλευρές. Πβ. συνομολογώ. 9. φράζω έναν χώρο, για να εμποδίσω τη δίοδο· δεν επιτρέπω σε κάποιον να περάσει: Μην ~εις τον διάδρομο/το πέρασμα! Ο δρόμος ~σε εξαιτίας κατολισθήσεων. ~σαν τα σύνορα. (στο ποδόσφαιρο ή το μπάσκετ) Ο παίκτης ~στηκε από δύο αμυντικούς. Πβ. αποκλείω, μπλοκάρω. 10. εγκλείω, περιορίζω: Τον συνέλαβαν και τον ~σαν στο κρατητήριο. ~στηκε σε άσυλο/στη φυλακή/σε ψυχιατρείο. 11. (συνήθ. μτφ.) μειώνω: ~ει η ψαλίδα μεταξύ των δύο υποψηφίων (στις δημοσκοπήσεις). ~σε τη διαφορά του από τον πρωτοπόρο της βαθμολογίας. 12. γράφω το δεύτερο από δύο σημεία στίξης που αποτελούν ζεύγος: ~ την αγκύλη. ~ουν τα εισαγωγικά.|| (κατ' επέκτ.-προφ.) ~ την παρένθεση κι επιστρέφω στο θέμα μας! ΑΝΤ. ανοίγω (11) ● κλείνει 1. (κυριολ. κ. μτφ.) θεραπεύεται, επουλώνεται: Πληγή/τραύμα βαθύ που δεν ~ (= δεν γιατρεύεται). 2. (μτφ.) περιέχει, περιλαμβάνει: Λεύκωμα που ~ μέσα του (= εμπεριέχει, εμπερικλείει) μια ολόκληρη εποχή. ● Παθ.: κλείνομαι 1. περιορίζομαι, απομονώνομαι ή εγκλωβίζομαι: ~στηκε μόνος στο γραφείο του. Έχω ~στεί μέσα τελευταία (: δεν βγαίνω από το σπίτι για διασκέδαση).|| ~στηκα στο ασανσέρ. 2. αποκλείομαι από κάπου: ~στηκα έξω (απ' το σπίτι). ● ΦΡ.: ανοίγει/κλείνει το κεφάλαιο & ένα κεφάλαιο (μτφ.): για ζήτημα ή χρονική περίοδο που ξεκινά ή ολοκληρώνεται, έρχεται σε πέρας: Κλείνει ένα κεφάλαιο της ζωής μου. ~ ~ των μεταρρυθμίσεων., κλείνει η μύτη μου: βουλώνει, συνήθ. λόγω ασθένειας: Έχει κλείσει ~ ~ από το συνάχι., κλείνει η φωνή μου & ο λαιμός μου: δεν μπορώ να μιλήσω ή βραχνιάζω: Κρύωσα και έκλεισε ~., κλείνομαι στον εαυτό μου: γίνομαι εσωστρεφής, λιγότερο κοινωνικός, εκδηλωτικός ή διαχυτικός: Έχει ~στεί ~ της.|| (κατ' επέκτ.) Χώρα που ~εται ~ της. Βλ. ενδοστρέφεια. ΣΥΝ. κλείνομαι στο καβούκι μου, κλείνουν τα μάτια μου: νυστάζω, μου έρχεται ύπνος: ~ ~ από τη νύστα., κλείνω στην αγκαλιά μου (κάποιον): τον αγκαλιάζω: Την ~σε ~ του και τη φίλησε.|| (μτφ.) Κόλπος που ~ει ~ του το νησάκι., κλείνω στην καρδιά μου (κάποιον/κάτι) (μτφ.): αγαπώ πολύ., κλείνω τα βιβλία: ΛΟΓΙΣΤ. κάνω ισολογισμό: ~ ~ και τους λογαριασμούς της εταιρείας., κλείνω τα μάτια (κάποιου) (μτφ.) 1. τον κρατώ σε άγνοια, τον παραπλανώ: Με την παραπληροφόρηση, προσπαθούν να ~σουν ~ των πολιτών. ΑΝΤ. ανοίγω τα μάτια (κάποιου) 2. φροντίζω κάποιον στις τελευταίες του στιγμές: Του ~σε τα μάτια., κλείνω τα μάτια (μου) (μτφ.-προφ.) 1. πεθαίνω, φεύγω από τη ζωή: Θέλω να κλείσω ~ ~ ευτυχισμένος. Πβ. αποβιώνω. 2. προσποιούμαι ότι δεν είδα ή δεν αντιλήφθηκα κάτι: ~ ~ στα προβλήματα. Πβ. εθελοτυφλώ., κλείνω το μάτι (σε κάποιον): κλείνω στιγμιαία το ένα μάτι, για να αφήσω κάποιο υπονοούμενο: Μου ~ει ~ με νόημα/πονηρά.|| (μτφ.) Ο σκηνοθέτης κλείνει ~ στους θεατές., κλείνω τον φάκελο/κλείνει ο φάκελος (μτφ.): παύω να εξετάζω/παύει να εξετάζεται ένα θέμα, μια υπόθεση: Η αστυνομία ~σε τον ~ο της δολοφονίας του ... Με την καταδίκη του, ~σε οριστικά ο ~ του σκανδάλου. Βλ. βρίσκεται/είναι/μπαίνει στο συρτάρι. ΑΝΤ. ανοίγω τον φάκελο, μου/μας έχει κλείσει το σπίτι (μτφ.-προφ.) 1. για πολύ μεγάλη καταστροφή, συμφορά: Μας ~σαν τα σπίτια μας, μας ρημάξανε. 2. (συνήθ. για γυναίκα) έγινε αιτία χωρισμού, μπήκε ανάμεσα σε ζευγάρι., ανοίγουν/κλείνουν οι κάλπες βλ. κάλπη, ανοίγω/κλείνω μέτωπα βλ. μέτωπο, ανοίγω/κλείνω τον αέρα βλ. αέρας, βουλώνω/κλείνω (τα) στόματα βλ. στόμα, δεν κλείνω μάτι βλ. μάτι, θα με στείλει/θα με κλείσει στο Δαφνί/στο Δρομοκαΐτειο βλ. Δαφνί, κλείνει τις πόρτες του βλ. πόρτα, κλείνει/πέφτει η αυλαία βλ. αυλαία, κλείνομαι στο καβούκι μου βλ. καβούκι, κλείνω τ' αυτιά μου βλ. αυτί, κλείνω την πόρτα (στα μούτρα/στη μούρη/κατάμουτρα) σε κάποιον βλ. πόρτα, κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα κάποιου βλ. μούτρο, κλείνω/βουλώνω το στόμα κάποιου βλ. στόμα, κλείνω/βουλώνω/μπαλώνω (τις) τρύπες βλ. τρύπα, κλείνω/φράζω/κόβω το(ν) δρόμο βλ. δρόμος, ο τελευταίος να κλείσει την πόρτα βλ. πόρτα, ράψε/βούλωσε/κλείσε το στόμα σου! βλ. στόμα, τον έβαλαν/έκλεισαν μέσα βλ. μέσα [< μεσν. κλείνω, κλείω γαλλ. fermer, αγγλ. close]

Κούλουρη

Κούλουρη Κού-λου-ρη ουσ. (θηλ.) (λαϊκό): η Σαλαμίνα, κυρ. στη ● ΦΡ.: πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη (μτφ.-προφ.): κατατρόμαξα, φοβήθηκα πολύ. Πβ. πήρα μια τρομάρα. [< μεσν. Κούλουρη]

ματώνω

ματώνω μα-τώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μάτω-σα, -σει, -θηκε, -θεί, -μένος, ματών-οντας} 1. προκαλώ αιμορραγία: Τον χτύπησε και του ~σε το πρόσωπο. Βλ. καταματωμένος.|| ~μένη: εξέγερση (= αιματοκυλισμένη).|| (μτφ.-λογοτ.) ~μένος: ήλιος (= κατακόκκινος, πβ. αιματοβαμμένος). 2. (μτφ.) καταβάλλω μεγάλο κόπο για κάτι, προσπαθώ πολύ: ~σα (για) να τον πείσω να έρθει μαζί μας. ~σε για να περάσει στις εξετάσεις.ματώνει 1. (για μέρος του σώματος) βγάζει αίμα: Το γόνατό/η μύτη του ~σε από το πέσιμο. 2. (μτφ.) αποδυναμώνεται, καταστρέφεται: Η αγορά ~ει εξαιτίας των κερδοσκόπων. ● ΦΡ.: ματώνει η καρδιά μου & ματώνει η ψυχή μου: (μτφ.) στενοχωριέμαι υπερβολικά, θλίβομαι, πονώ: Μάτωσε η ~ μου, όταν αντίκρισα το καμένο δάσος. Πβ. πικραίνω, πληγώνω., ανοίγει/ματώνει η μύτη μου βλ. μύτη, δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι βλ. μύτη, ματώνει η τσέπη (κάποιου) βλ. τσέπη [< μεσν. αιματώνω]

μαυρίζω

μαυρίζω μαυ-ρί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {μαύρι-σα, -σει, -στηκε, -στεί, -σμένος, μαυρίζ-οντας} 1. κάνω κάτι μαύρο ή σκούρο· γίνομαι μαύρος ή σκούρος: Η πυρκαγιά ~σε (= σκοτείνιασε) τον ουρανό. Ρούχα ~σμένα (: λερωμένα, μουτζουρωμένα) από την κάπνα.|| Η ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα δεν ~ει εύκολα (: από τον ήλιο). Η οθόνη του υπολογιστή ~σε. Τα μάτια μου ~σαν από την αϋπνία.|| Γύρισε με ~σμένο (= μελανιασμένο, πβ. χτυπημένο) μάτι από τον καβγά.|| (μτφ.) Κάτι ~ει (: υπάρχει, κινείται) εκεί στο βάθος. ΑΝΤ. ασπρίζω (1), ξασπρίζω (2) 2. (μτφ.) γεμίζω αρνητικά συναισθήματα: Μου ~σες τη διάθεση/μέρα. 3. (μτφ.-λαϊκό) καταψηφίζω: ~ έναν βουλευτή/μια κυβέρνηση/ένα κόμμα στις εκλογές. Υποψήφιος που ~στηκε. ● ΦΡ.: μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου & ~ η καρδιά μου & μου μαυρίζει/μαύρισε την ψυχή/καρδιά: στενοχωριέμαι πολύ, υποφέρω: Μαύρισε ~, μόλις είδα την κατάντια του. Μου μαύρισε την ψυχή με τα νέα του., σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο βλ. ξύλο [< μεσν. μαυρίζω]

ΜΕ

ΜΕ (η) 1. Μέση Εκπαίδευση. 2. Μονάδα Επιστρατεύσεως.

μεγάλος

μεγάλος, η, ο με-γά-λος επίθ. {συγκρ. μεγαλύ-τερος, λόγ. υπερθ. μέγιστος} ΑΝΤ. μικρός 1. & (λόγ.) μέγας, μεγάλη, μέγα: που έχει μέγεθος πιο πάνω από τον μέσο όρο ή το συνηθισμένο: ~ος: καθρέφτης/ποταμός (ΣΥΝ. μακρύς). ~η: βεράντα/λίστα/μύτη/πίστα/πόλη/πυρκαγιά/συσκευασία/φωτογραφία. ~ο: διαμέρισμα/κύμα/νησί. ~α: γράμματα (πβ. κεφαλαία). Φυτά ~ης καλλιέργειας. Παγκόσμιο πρωτάθλημα ~ων (= μακρινών) αποστάσεων. Ο σεισμός είχε ~ο εστιακό βάθος.|| Τρένα ~ης ταχύτητας.|| (ως προς το πλήθος, την ποσότητα:) ~ος: αριθμός (προσώπων)/δήμος/θίασος (ΣΥΝ. πολυπληθής)/μισθός. ~η: οικογένεια/παρέα/προσέλευση (θεατών)/συμμετοχή/συναυλία. ~ο: συλλαλητήριο (: με πολύ κόσμο). Η ~η πλειοψηφία του λαού (: σχεδόν όλος ο λαός). Έχει ~η ζήτηση/έχει σημειώσει ~η πρόοδο.|| ~η: περιουσία. Έχετε ~ες (= πολλές) δυνατότητες.|| (ως προς τη διάρκεια:) ~ος: περίπατος. ~η: αναμονή/διαδρομή (ΑΝΤ. σύντομος)/καθυστέρηση. ~ο: ταξίδι. Οι ~ες μέρες του καλοκαιριού. 2. με επιτατική σημασία: ~ος: έρωτας/θυμός/πόνος. ~η: ανάγκη/αντοχή/δίψα/έκπληξη/ζέστη/πείνα/προσπάθεια/χαρά. ~ο: ενδιαφέρον. Σου αξίζει ένα ~ο μπράβο. Ήταν το ~ο φαβορί και το απέδειξε. Οφείλω ένα ~ο ευχαριστώ σε όλους σας. Ακολούθησα τις οδηγίες με ~η ακρίβεια. Η ημερίδα πραγματοποιήθηκε με ~η επιτυχία. Είχα τη ~η τύχη να συνεργαστώ μαζί του.|| (για πρόσ. που παρουσιάζει μια ιδιότητα σε υπερβολικό βαθμό:) ~ος: αλήτης/πότης/ψεύτης (= ψευταράς). Ο ~ος νικητής/χαμένος (π.χ. των εκλογών/του πρωταθλήματος). 3. (μτφ.) αξιόλογος, σημαντικός· διάσημος, επιτυχημένος, ισχυρός, πάρα πολύ καλός σε κάποιον τομέα, χώρο: ~ος: διαγωνισμός/κίνδυνος/πολιτισμός/ρόλος/στόχος. ~η: ανακάλυψη/άνοδος (της μετοχής)/απόφαση/είδηση/εμφάνιση/επίδοση/ευκαιρία/ζημιά/νίκη/προσφορά. ~ο: βήμα/γεγονός/δίλημμα/έργο/κίνητρο/κόλπο/λάθος/μυστικό/πλεονέκτημα/πλήγμα/πρόβλημα/ρεκόρ/σχέδιο. ~ες: αλήθειες/αλλαγές/αντιθέσεις/απώλειες/ελλείψεις (πβ. σοβαρός)/προσδοκίες. Έφτασε η ώρα του ~ου τελικού. Ζήσαμε ~ες στιγμές μαζί.|| (για πρόσ.) ~ος: αθλητής/επιστήμονας/ερευνητής/ηγέτης/ηθοποιός/καλλιτέχνης/όμιλος/οργανισμός/παίκτης/πολιτικός/συγγραφέας/φιλόσοφος. ~η: εταιρεία/ομάδα/προσωπικότητα. ~ο: κόμμα. ~οι: ευεργέτες. Λόγια και έργα ~ων ανδρών. Χάσαμε έναν ~ο φίλο (= πολύ καλό).|| Είναι ένα από τα ~τερα ονόματα του παγκόσμιου τένις. 4. που έχει μεγάλη ηλικία ή μεγαλύτερη σε σχέση με κάποιον άλλο: ο ~ος μου αδελφός (: που γεννήθηκε πριν από μένα ή/και από τα άλλα μου αδέλφια, εφόσον υπάρχουν).|| Παντρεύτηκε ~ος (: σε μεγαλύτερη ηλικία, σε σχέση με τον μέσο όρο).|| Είναι αρκετά ~η, ώστε να τρώει μόνη της (: είναι σε θέση να ..., δεν χρειάζεται βοήθεια για να ...). Μικροί και ~οι (= ενήλικοι).|| Είναι τρία χρόνια μεγαλύτερή μου. Βλ. μικρομέγαλος. ● Ουσ.: μεγάλε (νεαν. αργκό): ως οικεία προσφώνηση: (για να δηλωθεί επιδοκιμασία, θαυμασμός:) Πες τα ρε ~! Μπράβο ~, έγραψες πάλι!|| (συχνά ειρων.:) Σώπα ρε ~! Καλά ρε ~ ποιος νομίζεις ότι είσαι;|| (συνήθ. μεταξύ φίλων:) Πού ήσουν ρε ~ τόση ώρα; ~ έχεις δίκιο!, μεγάλος (ο) 1. άνθρωπος μεγάλης ηλικίας ή σχετικά μεγάλης ηλικίας· ενήλικος ή ηλικιωμένος: ο κόσμος των ~ων. Βιβλίο/έκθεση για μικρούς και ~ους. Παράσταση μόνο για ~ους.|| Είναι πολύ ~ πια, περπατάει με δυσκολία. 2. μεγάλοι (οι): οι ισχυροί, οι πλούσιοι ή οι καλύτεροι, οι πιο σπουδαίοι σε έναν τομέα, χώρο: οι ~οι της βιομηχανίας/της (ροκ) μουσικής. ● Υποκ.: μεγαλούτσικος , η/ια, ο: κυρ. στις σημ. 1,3. ● ΣΥΜΠΛ.: η Μεγάλη Ελλάδα: ΑΡΧ. το σύνολο των ελληνικών αποικιών στη Σικελία και τη νότια Ιταλία., Μεγάλες Δυνάμεις: ισχυρές χώρες που επηρεάζουν τις διεθνείς εξελίξεις. Βλ. υπερδύναμη., μεγάλη καρδιά (μτφ.): για άνθρωπο καλόψυχο, συμπονετικό, που δεν κρατά κακία., Μεγάλη Τετάρτη (συντομ. Μ. Τετάρτη): ΕΚΚΛΗΣ. η Τετάρτη της Μεγάλης Εβδομάδας., γερό/μεγάλο πορτοφόλι βλ. πορτοφόλι, η Μεγάλη Εβδομάδα βλ. εβδομάδα, η μεγάλη οθόνη βλ. οθόνη, θεωρία της μεγάλης έκρηξης βλ. έκρηξη, μεγάλα λόγια βλ. λόγια, Μεγάλη Άρκτος βλ. άρκτος, Μεγάλη Δευτέρα βλ. Δευτέρα, Μεγάλη Είσοδος βλ. είσοδος, μεγάλη ζωή βλ. ζωή, Μεγάλη Ιδέα βλ. ιδέα, Μεγάλη Παρασκευή βλ. Παρασκευή1, Μεγάλη Πέμπτη βλ. Πέμπτη, Μεγάλη Σαρακοστή βλ. Σαρακοστή, Μεγάλη Τρίτη βλ. Τρίτη, μεγάλο κεφάλι βλ. κεφάλι, Μεγάλο/Μέγα Σάββατο βλ. Σάββατο, μεγάλος αδελφός βλ. αδελφός, Μεγάλος Οδηγός βλ. οδηγός, ο μεγάλος ασθενής βλ. ασθενής, τα μεγάλα μέσα βλ. μέσο, το αιώνιο/μεγάλο/τελευταίο/στερνό/αγύριστο ταξίδι βλ. ταξίδι ● ΦΡ.: γερό στομάχι βλ. στομάχι, ένα μεγάλο μηδενικό βλ. μηδενικό, έχει (γερό/μεγάλο) δόντι βλ. δόντι, έχει μεγάλη γλώσσα βλ. γλώσσα, έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του βλ. ιδέα, έχει μεγάλο στόμα βλ. στόμα, η μεγάλη ώρα βλ. ώρα, κατά (ένα) μεγάλο μέρος βλ. μέρος, με/χωρίς (μεγάλες/σοβαρές) αξιώσεις βλ. αξίωση, μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες βλ. καράβι, μεγάλη γιορτή βλ. γιορτή, μεγάλη η χάρη του/της βλ. χάρη, μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα/μεγάλο λόγο μην λες/πεις βλ. μπουκιά, μεγάλης/ευρείας κλίμακας βλ. κλίμακα, μεγάλο/γερό φαγοπότι βλ. φαγοπότι, μεγάλος/μέγας/σπουδαίος και τρανός βλ. τρανός, ο Θεός είναι μεγάλος βλ. θεός, ο μεγάλος απών βλ. απών, σε μεγάλα/τρελά κέφια βλ. κέφι, τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται/συναντιούνται! βλ. συναντώ, το μεγάλο μπαμ βλ. μπαμ, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό βλ. ψάρι, υπάρχει άμεση/μεγάλη/(κατ)επείγουσα ανάγκη βλ. ανάγκη [< μεσν. μεγάλος]

μπαξές

μπαξές μπα-ξές ουσ. (αρσ.) & μπαχτσές (λαϊκό): κήπος, περιβόλι. Βλ. -ές. ● ΦΡ.: απ' όλα έχει ο μπαξές/όλα τα 'χει ο μπαξές (ειρων.): υπάρχει μεγάλη ποικιλία., έχει καρδιά μπαξέ & μποστάνι: είναι χαρούμενος, καλοσυνάτος, καλόκαρδος άνθρωπος. [< μεσν. μπαχτσές < τουρκ. bahçe]

μυαλό

μυαλό μυα-λό ουσ. (ουδ.) 1. νους, σκέψη και ειδικότ. φρόνηση ή τρόπος σκέψης, νοοτροπία: επικίνδυνο/επιχειρηματικό/θετικό/θεωρητικό/καθαρό (: για πνευματική διαύγεια)/μαθηματικό/πονηρό/προοδευτικό/στενό/φτωχό ~. Λογαριάζω με το ~. Ξεπερασμένα/σκουριασμένα ~ά. Η δύναμη/οι δυνατότητες/τα μονοπάτια/παιχνίδια (= πλάνες, ψευδαισθήσεις)/προβολές του ~ού. Άνθρωπος με ανοιχτό/πρακτικό ~. Τρικυμία στο ~ (: για ταραγμένη διανοητική κατάσταση). Με το σκάκι ακονίζω/εξασκώ το ~ μου. Δουλεύει/κουράστηκε/σταμάτησε το ~ μου. Να έχεις στο ~ σου (: να θυμάσαι) ότι ... Δεν έχει το ~ να καταλάβει. Πού να ξέρω τι θέλει; Δεν είμαι στο ~ του. Απωθημένα φωλιάζουν στο πίσω μέρος του ~ού. Στο ~ και την καρδιά μας. Η μορφή του δεν φεύγει από το/τριγυρίζει συνέχεια στο ~ μου.|| Έχει ~ αυτό το παιδί (= είναι έξυπνο)! Δεν έχεις λίγο ~ στο κεφάλι σου (= είσαι άμυαλος, κουτός)!|| Άντε να προκόψεις με τέτοια ~ά! 2. για ευφυή άνθρωπο: Είναι γερό/δυνατό/κοφτερό/μεγάλο/φωτεινό ~. 3. εγκέφαλος· ειδικότ. στα σφάγια, ως τροφή: ανθρώπινο ~. Τα κύτταρα του ~ού.|| (συνήθ. στον πληθ.) Αρνίσια/μοσχαρίσια ~ά. ~ά βραστά/πανέ. ● Υποκ.: μυαλουδάκι (το) ● ΣΥΜΠΛ.: γυναικείο/θηλυκό μυαλό & (σπάν.) γυναικείος/θηλυκός νους: για άνθρωπο επινοητικό, δημιουργικό: Έχει ~ ~., τετράγωνο μυαλό & τετράγωνος νους: ορθολογιστής: Είναι άνθρωπος με ~ ~ και πολλές γνώσεις. ● ΦΡ.: ανοίγει/διευρύνει το μυαλό/το(ν) νου/τους πνευματικούς ορίζοντες: κάνει τον άνθρωπο να αποκτήσει ευρύτητα πνεύματος: Το διάβασμα ανοίγει/τα ταξίδια διευρύνουν ~., βάζω μυαλό/νιονιό 1. συνετίζομαι: Την έχω πατήσει πολλές φορές, αλλά δεν λέω να βάλω ~. Πβ. βάζω γνώση. 2. (+ σε κάποιον) συνετίζω: Προσπαθώ να τους βάλω μυαλό, αλλά μάταια., βάζω το μυαλό μου να δουλέψει: χρησιμοποιώ τη σκέψη μου, συνήθ. για να πετύχω κάτι: Βάλε λίγο ~ σου ~, μην περιμένεις έτοιμη τη λύση., γεννά το μυαλό του (προφ.): είναι επινοητικός: Το μυαλό του γεννά συνεχώς καινούργιες ιδέες., είμαι/μπαίνω στο μυαλό κάποιου: ξέρω τι σκέφτεται: Πού να ξέρω τι εννοούσε; Στο ~ του είμαι;, έχω κάποιον/κάτι στο μυαλό μου 1. το(ν) σκέφτομαι: Σας έχω στο ~ μου, δεν σας ξεχνώ. Τα λόγια του τα είχα πάντα ~. Μόνο τη νίκη έχουν στο ~ τους, δεν τους νοιάζει τίποτε άλλο. Θέλω να κάνω μια γιορτή, όπως εγώ την ~ ~. 2. σκοπεύω, σχεδιάζω: ~ει πάντα ~ του τη διάκριση. Για την επέτειο κάτι ~ ~. ~ ~ να του κάνω μια επίσκεψη κάποια στιγμή. Πβ. έχω στο(ν) νου μου/κατά νου (κάποιον/κάτι)., έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου: σκέφτομαι επιπόλαια: Πρόκειται για άνθρωπο που έχει ~ του ~ του., καλά μυαλά! (ευχετ.-συχνά ειρων.): προτροπή για συνετή αντιμετώπιση καταστάσεων: Χρόνια πολλά και ~ ~! Ψυχραιμία και ~ ~!, κόβει το μυαλό του & (λαϊκό) η γκλάβα του: είναι (πολύ) έξυπνος. ΣΥΝ. του κόβει, μαζεύω το μυαλό μου: συγκεντρώνομαι: Πρέπει να ~έψω ~ και να γράψω επιτέλους το άρθρο., με τα μυαλά που έχεις/κουβαλάς ... (μειωτ.): με τη νοοτροπία που σε διακρίνει: ~ ~ δεν πρόκειται να δεις προκοπή., με το φτωχό μου το μυαλό: προσποιητή μετριοφροσύνη ως εισαγωγή σε πρόταση κρίσης: Εγώ, ~ ~, βλέπω ότι θέλουν να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο., μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι (μτφ.) 1. μου έρχεται κάτι, συνήθ. αρνητικό, στον νου ή μου γίνεται έμμονη ιδέα: ~ ~ η ιδέα/η σκέψη ότι .../να ... Οι εικόνες της φρίκης/τα λόγια της καρφώθηκαν στο μυαλό μου. ΣΥΝ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) 2. κατανοώ ή μου εντυπώνεται κάτι: Αν του το επαναλάβεις πολλές φορές, θα του μπει τελικά ~., μου πήρε το μυαλό/τα μυαλά/το(ν) νου (μτφ.): με ξεμυάλισε, με συνεπήρε κάποιος ή κάτι, είμαι παράφορα ερωτευμένος: Ποια σου ~ ~; Η εκδρομή τούς ~ ~., μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο: εκπλήσσομαι, ενθουσιάζομαι: ~ ~ με τις δυνατότητες του νέου μοντέλου! ΣΥΝ. μου 'φυγε/μου 'πεσε η μασέλα, νερούλιασε/έχει νερουλιάσει το μυαλό του (προφ.): αποβλακώθηκε, ξεκούτιανε. Πβ. κουρκουτιάζω., όλα είναι στο μυαλό/θέμα μυαλού: απόφθεγμα σύμφωνα με το οποίο το μυαλό είναι που δημιουργεί παραστάσεις και αντιλήψεις και όχι η εμπειρική πραγματικότητα: Δεν έχεις πρόβλημα, ~ στο μυαλό σου. Μη φοβάσαι, ~ θέμα ~ού, αρκεί να έχεις θέληση., πηγαίνει το μυαλό μου (σε κάτι/κάποιον): το(ν) σκέφτομαι, το(ν) υποψιάζομαι: Δεν θα πήγαινε ~ ~ σ' εκείνον με τίποτε!, πού έχεις/είναι/τρέχει το μυαλό σου;: επιτιμητικά για κάποιον που είναι αφηρημένος, απρόσεκτος ή απερίσκεπτος: Δεν με άκουσες που το είπα; ~ ~;, πού μυαλό;/δεν έχω μυαλό για κάτι: δεν έχω διάθεση, δεν μπορώ να επικεντρωθώ σε κάποιο θέμα: Πού ~ για δουλειά; Δεν ~ ~ για διάβασμα., σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου (μτφ.): σκέφτομαι, προβληματίζομαι έντονα: Σπάω το μυαλό μου να θυμηθώ πού σ' έχω ξαναδεί! Στύβω το κεφάλι μου να βρω μια λύση., χάνω το μυαλό/τα μυαλά/το τσερβέλο μου: τρελαίνομαι: Έχει χάσει ~ ~ά του, για να πιστεύει ότι θα σώσει τον κόσμο.|| Έχω ~σει ~ μου μαζί του (: είμαι τρελά ερωτευμένη). Πβ. χάνω τα λογικά μου., αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανακαλώ στη μνήμη/στο μυαλό μου βλ. ανακαλώ, βάζω στο(ν)/με τον νου/μυαλό μου κάτι βλ. νους, βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου βλ. κεφάλι, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γλώσσα παπούτσι, μυαλό κουκούτσι βλ. παπούτσι, δεν το βάζει/δεν το χωράει/δεν μπορεί να το χωρέσει ο νους/το μυαλό κάποιου/του ανθρώπου βλ. νους, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχει κάλο στον εγκέφαλο βλ. κάλος, έχουν πάρει/πήραν τα μυαλά του αέρα βλ. αέρας, έχω το(ν) νου/το μυαλό μου σε κάποιον/κάτι βλ. νους, και τα μυαλά στα κάγκελα βλ. κάγκελο, κουκούτσι μυαλό βλ. κουκούτσι, μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό σου/του βλ. φτάνω, μου έρχεται/μου 'ρχεται/φέρνω (κάποιον ή κάτι) στο μυαλό/στο(ν) νου/στη σκέψη/στη μνήμη βλ. έρχομαι, μου περνά (από το μυαλό/τον νου) βλ. περνώ, ξεσηκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. ξεσηκώνω, όποιος δεν έχει μυαλό, έχει πόδια/ποδάρια βλ. πόδι, παίρνει στροφές/το μυαλό του παίρνει στροφές βλ. στροφή, πηγαίνει το μυαλό/ο νους μου στο κακό βλ. κακό, πήζει το μυαλό μου βλ. πήζω, πιπιλίζω το μυαλό κάποιου βλ. πιπιλίζω, τινάζω τα μυαλά κάποιου στον αέρα βλ. τινάζω, το μυαλό μου κολλάει βλ. κολλώ, το μυαλό του κόβει σαν ξυράφι & μυαλό ξ(ο)υράφι βλ. ξυράφι, το μυαλό/τα μυαλά σου και μια λίρα (και του μπογιατζή ο κόπανος) βλ. λίρα, τρέχει/ταξιδεύει/γυρίζει ο νους/το μυαλό κάποιου βλ. τρέχω, τυπώνω (καλά μέσα) στο μυαλό/στο(ν) νου μου βλ. τυπώνω, φουσκώνω τα μυαλά κάποιου βλ. φουσκώνω [< μεσν. μυαλόν < μτγν. μυαλός < αρχ. μυελός]

περδικούλα

περδικούλα περ-δι-κού-λα ουσ. (θηλ.): μικρή πέρδικα. Κυρ. στη ● ΦΡ.: το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του: έχει αντοχές, δυνάμεις ή επιδεικνύει θάρρος, τόλμη: Τα έχει τα χρονάκια του, αλλά ~ ~. [< μεσν. περδικούλα]

περιβόλι

περιβόλι πε-ρι-βό-λι ουσ. (ουδ.) {περιβολ-ιού} & (λαϊκό) περβόλι 1. έκταση γης όπου καλλιεργούνται οπωροκηπευτικά: βιολογικό/περιποιημένο ~. Έχει φτιάξει ένα ~ με λεμονιές και πορτοκαλιές. Όλα τα λαχανικά είναι από το ~ μας. Πβ. κήπος, μπαξές, μποστάνι, οπωρώνας.|| Το ~ της Παναγίας (= το Άγιο Όρος). 2. (μτφ.) για κάτι διασκεδαστικό ή ενδιαφέρον, εξαιτίας της μεγάλης ποικιλίας του, ή για πρόσ. ευχάριστο, κοινωνικό και εκφραστικό: Ένα κείμενο σκέτο ~!|| Σωστό ~ ο τύπος! ● Υποκ.: περιβολάκι (το) ● ΦΡ.: μου έκανε την καρδιά/μου έγινε η καρδιά περιβόλι (ειρων.): με στενοχώρησε ή στενοχωρήθηκα πολύ: Και αφού σας έκανα ~ ~, να σας πω και κάτι ευχάριστο. Άκουσα τα νέα και μου έγινε ~ ~. [< μεσν. περιβόλι(ν)]

περίσσευμα

περίσσευμα πε-ρίσ-σευ-μα ουσ. (ουδ.) {περισσεύμ-ατος | -ατα} & (λαϊκό) περίσσεμα: ό,τι περισσεύει, πλεόνασμα· κατ'επέκτ. αφθονία: Δεν έμεινε καθόλου ~ από το φαγητό. (για χρήματα:) Έδωσαν/πρόσφεραν από το ~ά τους (ΑΝΤ. υστέρημα). Δεν υπάρχει ~ στις αποθήκες (βλ. στοκ).|| (μτφ.) ~ χρόνου και δυνάμεων (ΣΥΝ. περίσσεια). Διαθέτει (μεγάλα) ~ατα (= αποθέματα) αγάπης/ανθρωπιάς. Έχει ~ ψυχής. (ειρων.) ~ αλαζονείας/θράσους. ● ΦΡ.: εκ γαρ του περισσεύματος της καρδίας (το στόμα λαλεί) & εκ περισσεύματος καρδίας (ΚΔ, λόγ.): για κάτι που λέγεται ή γίνεται, το οποίο φανερώνει τα πραγματικά αισθήματα κάποιου. [< μτγν. περίσσευμα]

πέτρα

πέτρα πέ-τρα ουσ. (θηλ.) 1. σκληρή και συμπαγής ουσία που βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο έδαφος της Γης· κυρ. συνεκδ. τμήμα, κομμάτι από αυτό το υλικό: ακατέργαστη/βαριά/λαξευμένη/λεία/μυτερή/στρογγυλή (βλ. βότσαλο) ~. Διακοσμητικές/ηφαιστειακές/μυτερές/ορθογώνιες/πελεκητές/πολύχρωμες/πορώδεις/ποταμίσιες/τεχνητές/φυσικές ~ες. Δρόμος γεμάτος ~ες (= πετρώδης). Κάθισε (πάνω) σε μια ~ να ξεκουραστεί. Πβ. λιθάρι. Βλ. κοτρώνα, ασβεστό-, ελαφρό-, γαλαζό-, μυλό-, σκανταλό-, ταφό-πετρα.|| (ΟΙΚΟΔ.) ~ και μάρμαρο. ~ες και τούβλα. ~ες (= πλάκες) Καρύστου. Σπίτι χτισμένο με ~ες (= πετρόχτιστο).|| Κατασκευή τοίχου από ~ (πβ. λιθοδομή). (για γλύπτη:) Λειαίνει/σκαλίζει/σμιλεύει την ~.|| Εκσφενδόνισαν/πέταξαν/ρίχνουν ~ες (= πετροβολούν).|| Χέρια (σκληρά) σαν ~. ΣΥΝ. λίθος (1) 2. (κατ' επέκτ.) πετράδι: (δαχτυλίδια με) αστραφτερές/πολύτιμες ~ες. Βλ. διαμαντό~. 3. ΙΑΤΡ. (προφ.) λίθος: αφαίρεση (βλ. λιθοτριψία)/δημιουργία (βλ. λιθίαση) ~ας. Έχει/του βρήκαν ~ στα νεφρά/στη χολή (βλ. χολόλιθος). 4. ΙΑΤΡ. τρυγία: ~ στα δόντια. ~ και (οδοντική) πλάκα. Σχηματισμός ~ας. Καθαρισμός της ~ας. Προστασία κατά της ~ας. 5. τσακμακόπετρα: Αναπτήρας με ~. 6. (μτφ.) καθετί σκληρό, συμπαγές: Το στρώμα είναι ~. ● Υποκ.: πετρίτσα (η), πετρούλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: η πέτρα του σκανδάλου (ΚΔ): (συνήθ. για πρόσ.) η αιτία ή αφορμή για διαμάχη: Έγινε/είναι/υπήρξε ~ ~., ημιπολύτιμοι λίθοι/ημιπολύτιμες πέτρες βλ. ημιπολύτιμος, συμπληγάδες πέτρες βλ. συμπληγάδες ● ΦΡ.: (ακόμα) και οι πέτρες (προφ.): όλοι, οι πάντες: ~ ~ γνωρίζουν ... Τον ξέρουν/το έχουν μάθει ~ ~. Γελάνε ~ ~ μαζί τους. Ξεσηκώθηκαν ~ ~ εναντίον τους., από πέτρα (μτφ.): σκληρός, άκαρδος, ασυγκίνητος: Δεν είμαι (και) ~!|| Έχει καρδιά ~., δεν έμεινε πέτρα πάνω στην πέτρα & (λόγ.) λίθος επί λίθον/λίθου & δεν άφησαν πέτρα πάνω στην πέτρα/(λόγ.) λίθον επί λίθον/λίθου (εμφατ.): (για μεγάλη καταστροφή) δεν έμεινε τίποτα όρθιο., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα & σφίγγω την καρδιά (μου): προσπαθώ να φανώ ψύχραιμος, σκληρός, για να αντέξω κάτι· κάνω υπομονή: Θα κάνω την καρδιά ~ και θα το ανεχτώ! ΣΥΝ. σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη, κτίζω κάτι πέτρα πέτρα & πετραδάκι πετραδάκι: οικοδομώ ή μτφ. δημιουργώ κάτι σταδιακά και με επιμονή: Το σπίτι κτίστηκε ~.|| Η εταιρεία έκτισε ~ τη θέση της στην αγορά., όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τον βρεις από κάτω 1. ανακατεύεται σε όλα, είναι πανταχού παρών. 2. έχει παντού γνωριμίες, διασυνδέσεις., ράγισαν και οι πέτρες: για να δηλωθεί κλίμα βαρύτατου πένθους, θρήνου: ~ ~ στην κηδεία του ..., ρίχνω μαύρη πέτρα (πίσω μου): φεύγω και δεν ξαναγυρνώ κάπου, ξεχνώντας πρόσωπα και καταστάσεις., το στομάχι του αλέθει και πέτρες: για κάποιον με πολύ γερό στομάχι, που χωνεύει εύκολα ακόμη και δύσπεπτες τροφές. ΣΥΝ. ο καλός ο μύλος όλα τ' αλέθει, παίρνω κάποιον με τις λεμονόκουπες/τις ντομάτες/τα γιαούρτια/τ' αβγά βλ. παίρνω, πέτρα που (θέλει να) κυλά, (ποτέ) δεν χορταριάζει/λιθάρι που κυλάει, χόρτο δεν κρατάει βλ. κυλάω, ρίχνω σε κάποιον/κάτι το ανάθεμα/το(ν) λίθο του αναθέματος βλ. ανάθεμα, στύβει την πέτρα βλ. στύβω [< αρχ. πέτρα ‘βράχος’, μτγν. ~ ‘λίθος’]

ραγίζω

ραγίζω ρα-γί-ζω ρ. (αμτβ.) {ράγι-σε, ραγί-σει, -σμένος, ραγίζ-οντας, συνηθέστ. στο γ' πρόσ.} & (σπάν.-λαϊκό) ραΐζω 1. δημιουργώ, προξενώ ή υφίσταμαι ρωγμή: Ο καθρέφτης/το μάρμαρο/το τζάμι ~σε. Εξαιτίας του σεισμού, ~σε το ταβάνι/ο τοίχος. Το παρμπρίζ του αυτοκινήτου ~σε από τη σύγκρουση/το χαλάζι. ~σμένη: τζαμαρία. ~σμένο: ποτήρι.|| Ευτυχώς το κόκαλο δεν έσπασε, απλά ~σε. ~σα το πόδι/χέρι μου. 2. (μτφ.) δέχομαι πλήγμα, κλονίζομαι: Η μεταξύ μας σχέση/φιλία ~σε ύστερα από μια παρεξήγηση.|| Η φωνή της ~σε (= έσπασε) από τη συγκίνηση. ● ΦΡ.: ραγίζω την καρδιά κάποιου/ραγίζει η καρδιά μου: (μτφ.) πληγώνω· στεναχωριέμαι πολύ, θλίβομαι: Όταν τον εγκατέλειψε, του ~σε την καρδιά.|| ~ει (= σφίγγεται) ~ να σε βλέπω σε αυτήν την κατάσταση., αν/άμα/όταν ραγίσει/σπάσει το γυαλί (δεν ξανακολλάει) βλ. γυαλί, ράγισαν και οι πέτρες βλ. πέτρα [< μεσν. ραγίζω < αρχ. ῥήγνυμι]

τόνος1

τόνος1 τό-νος ουσ. (αρσ.) 1. ΓΛΩΣΣ. το στοιχείο που προκαλεί την έξαρση μιας γλωσσικής μονάδας (π.χ. συλλαβής) σε σχέση με τις υπόλοιπες, ως προς την ένταση ή το ύψος της φωνής· συνεκδ. το διακριτικό σημάδι που τη δηλώνει στον γραπτό λόγο: Βάζω/σημειώνω ~ους στο κείμενο. Βλ. βαρεία, οξεία, περισπωμένη. 2. βαθμός έντασης ήχου· ειδικότ. χροιά της φωνής, τρόπος ομιλίας: οξύς/υψηλός/χαμηλός ~. Μην μου υψώνεις εμένα/χαμήλωσε τον ~ο της φωνής σου!|| Γλυκός/μελαγχολικός/σκληρός/σοβαρός/ψυχρός ~. Μην μου μιλάς σε αυτόν τον ~ο! Βλ. επιτονισμός. 3. ύφος ή ατμόσφαιρα: επιθετικός/εριστικός/μελοδραματικός/νοσταλγικός ~. Μιλήσαμε σε ήρεμο/οικείο/φιλικό ~ο. Έργο γραμμένο σε ανάλαφρο ~ο. Η επιστολή υιοθετεί προσωπικό ~ο. Ο λυρικός ~ ενός ποιήματος. Υπήρχε ένας ~ ειρωνείας στο κείμενο.|| Επίπλωση που δίνει έναν ~ο πολυτέλειας στο σπίτι. Πβ. χροιά. 4. απόχρωση: Έβαψα τον τοίχο έναν ~ο πιο ανοιχτό/σκούρο. Μακιγιάζ σε απαλούς ~ους του ροζ. 5. ΜΟΥΣ. η απόσταση της μιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας από την άλλη ή η σχέση ύψους μεταξύ δύο γειτονικών φθόγγων: ~ του ντο/του φα. Ένα τέταρτο του ~ου. Οι βασικοί ~οι ενός μουσικού έργου. Ελάσσονες/μείζονες ~οι (: στη βυζαντινή μουσική).|| (προφ.) Θα ήθελα το τραγούδι να παιχτεί έναν ~ο πιο κάτω/ψηλά. Πιάνει όλους τους ~ους (: για τραγουδιστή).|| Ολόκληρος ~ (: δευτέρα μεγάλη) και ημιτόνιο (: δευτέρα μικρή). 6. ΤΕΧΝΟΛ. χαρακτηριστικός ήχος συσκευής: ακουστικός/προειδοποιητικός ~. ~ αναμονής/ειδοποίησης/επιλογής/κατειλημμένου/κουδουνίσματος. ● ΣΥΜΠΛ.: δυναμικός τόνος/τονισμός: ΓΛΩΣΣ. η τονιζόμενη συλλαβή προφέρεται πιο έντονα από τις υπόλοιπες., καρδιακοί τόνοι: ΦΥΣΙΟΛ. -ΙΑΤΡ. ήχοι της καρδιακής λειτουργίας προκαλούμενοι από το σύστημα των βαλβίδων, τα τοιχώματα, το μυοκάρδιο και τις απότομες μεταβολές της ταχύτητας στις μετακινούμενες στήλες αίματος., μουσικός τόνος/τονισμός: ΓΛΩΣΣ. η τονιζόμενη συλλαβή έχει μεγαλύτερο ύψος και διάρκεια από τις υπόλοιπες., μυϊκός τόνος: ΙΑΤΡ. συνεχής ελαφρά σύσπαση των μυών που φυσιολογικά γίνεται ακόμη και σε κατάσταση ηρεμίας. Πβ. τονικότητα. [< γαλλ. tonus musculaire] , έγκλιση τόνου βλ. έγκλιση ● ΦΡ.: (λέω/επαναλαμβάνω/διακηρύσσω/δηλώνω/τονίζω/ζητώ κάτι) σε όλους τους τόνους: για δήλωση που γίνεται με έμφαση: Το έχουμε ζητήσει ~ ~, αλλά δεν γίνεται τίποτα., ανεβαίνουν οι τόνοι/ανεβάζω τους τόνους & υψώνω τους τόνους: αυξάνεται η ένταση ή την αυξάνω σε λεκτική διαμάχη ή αντιπαράθεση: Ανεβαίνουν ~ μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης., δίνω τον τόνο: καθορίζω τον μουσικό ρυθμό και κατ' επέκτ. τον χαρακτήρα, το ύφος μιας κατάστασης ή ενέργειας: Ο ψάλτης ~ει ~.|| (κυρ. μτφ.) ~ ~ στη συζήτηση. Η πρωταγωνίστρια έδωσε ~ ~ της παράστασης., πέφτουν/χαμηλώνουν/κατεβαίνουν οι τόνοι & ρίχνω/χαμηλώνω/κατεβάζω τους τόνους: για μείωση της έντασης σε λεκτική διαμάχη ή αντιπαράθεση: Πέφτουν οι ~ των κινητοποιήσεων/για το θέμα ... Χαμήλωσαν τους ~ μετά την επεισοδιακή συνεδρίαση., στον επόμενο τόνο: φράση σε μαγνητοφωνημένο μήνυμα τηλεφωνικής υπηρεσίας, στο οποίο η ανακοίνωση της ώρας συνοδεύεται από ένα σύντομο ηχητικό σήμα: ~ ~ η ώρα θα είναι δύο., υψηλοί τόνοι & ανεβασμένοι τόνοι (μτφ.): τεταμένη, φορτισμένη ατμόσφαιρα: ~ ~ (αντιπαράθεσης) επικράτησαν στη Βουλή/στη συζήτηση. Κριτική ~ών ~ων. Κλίμα όξυνσης και ανεβασμένοι ~.|| (σπανιότ.) Αντεγκλήσεις/υποδείξεις σε υψηλό τόνο., χαμηλοί τόνοι & (σπάν.) ήπιοι τόνοι (μτφ.): ήρεμη, μη τεταμένη ατμόσφαιρα: Σε ~ούς ~ους η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών. Ο υπουργός διατηρεί/κρατά ~ούς ~ους. Ακολουθεί πολιτική ~ών ~ων.|| (κατ' επέκτ.) Άνθρωπος ~ών ~ων (= μετριοπαθής. ΣΥΝ. χαμηλού προφίλ).|| (σπανιότ.) Οι διεκδικήσεις συνεχίστηκαν σε σχετικά χαμηλό τόνο., δέκα με τόνο βλ. δέκα [< 1: αρχ. τόνος 2-5: γαλλ. ton 6: αγγλ. tone]

τραβώ

τραβώ [τραβῶ] τρα-βώ ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {τραβ-άς ... | παρατ. τραβ-ούσα κ. τράβαγα, τράβ-ηξα, -ήξει, -ιέμαι, -ήχτηκα (λόγ.) -ήχθηκα, -ηχτεί (λόγ.) -ηχθεί, -ώντας, -ηγμένος} & τραβάω 1. κάνω κάποιον/κάτι να μετακινηθεί προς μια κατεύθυνση, συνήθ. ασκώντας ελκτική δύναμη προς το μέρος μου: ~ τις κουρτίνες. ~ηξα το χειρόφρενο (= έδεσα. ΑΝΤ. λύνω). ~ το χέρι μου από τη φωτιά (ΣΥΝ. απομακρύνω. ΑΝΤ. βάζω). ~ τη βάρκα στην ξηρά (βλ. ρυμουλκώ). Μη μου ~άς την μπλούζα, θα ξεχειλώσει. ~ούσε τον σκύλο από το λουρί. Δύο άλογα ~ούσαν την άμαξα (πβ. σέρνω). Τους ~ούσαν από τα μπουφάν. Το ~ηξα απότομα/με δύναμη και έσπασε. Τον ~ηξε από το μανίκι να φύγουν. Η θάλασσα τον ~ηξε στο(ν) βυθό της (= τον ρούφηξε). Όσο ~ιέται το σκοινί, σφίγγει ο κόμπος (βλ. τεντώνω).|| ~ηξε όπλο/το σπαθί του (πβ. βγάζω). ~ τη σκανδάλη (= πυροβολώ).|| ~ήξαμε κλήρο/ένα λαχνό.|| ~ το καζανάκι (: σηκώνω ή πιέζω το έμβολό του).|| Δεν μπορεί να ~ήξει μια ίσια γραμμή (: να σχεδιάσει).|| ~ μια γραμμή τηλεφώνου/καλώδιο (: κάνω επέκταση της καλωδίωσης).|| (μτφ.) Δεν θέλησαν να ~ήξουν (= οδηγήσουν) τα πράγματα στα άκρα. Βλ. πολυ~.|| (μτφ.) Τον ~άει από δω κι από κει (= σέρνει, τραβολογά). 2. αντλώ ή απορροφώ: ~ηξε νερό από το πηγάδι (πβ. βγάζω).|| Το ξύλο έχει ~ήξει υγρασία. Αφήνετε το κρέας να σιγοβράσει, μέχρι να ~ήξει τα υγρά του.|| Η ηλεκτρική σκούπα/η καμινάδα δεν ~άει (: σκόνη ή καπνό, αντίστοιχα).|| ~ηξε (= ήπιε) μια γουλιά καφέ/κρασί. ~ηξε μια ρουφηξιά (καπνού)/μια τζούρα από το τσιγάρο του (βλ. καπνίζω).|| Το ούζο ~ιέται με τα μεζεδάκια (: πίνεται ευχάριστα). 3. (μτφ.) υπομένω, υποφέρω· ταλαιπωρούμαι: Αχ, τι ~! ~ούσε τα πάνδεινα. ~ηξε πολλά. Τι ~ηξα για να τον πείσω! Το τι ~ήξαμε μέχρι να ... ~ηξα μεγάλη στενοχώρια/ταλαιπωρία.|| ~άει όλο το λούκι μόνος του.|| ~ιέται τόση ώρα άδικα. Ακόμα ~ιέται με τους γιατρούς/την εφορία. ~ιούνται στα δικαστήρια. Πβ. βασανίζ-, παιδεύ-ομαι.|| Με ~άει το δέρμα/στομάχι μου (= έχω έντονο αίσθημα τάσης). 4. (μτφ.) προσελκύω, συγκεντρώνω: Έχει τον τρόπο να ~ά τα βλέμματα/το ενδιαφέρον. Η είδηση μου ~ηξε την προσοχή. Το περιστατικό ~ηξε για λίγο τους προβολείς/τα φώτα της δημοσιότητας. Αυτό το άθλημα δεν με ~ηξε ποτέ. Κατέβασαν τις τιμές, για να ~ήξουν κόσμο. Αυτό που με ~άει (= γοητεύει, ελκύει) σε έναν άντρα/σε μια γυναίκα ... Κάτι πάνω του με ~ούσε σαν μαγνήτης. ΑΝΤ. απωθώ. 5. κινηματογραφώ, μαγνητοσκοπώ· φωτογραφίζω: ~ ένα βίντεο/ένα μικρό φιλμάκι (πβ. φιλμάρω)/μερικά πλάνα/μια ταινία (= γυρίζω).|| ~ μια φωτογραφία (= βγάζω). 6. (μτφ.-προφ.) δίνω, ρίχνω: Του ~ηξε ένα βρίσιμο (= τον έβρισε)/μια κλοτσιά (= τον κλότσησε)/μια μούντζα (= τον μούντζωσε)/μια μπουνιά/ένα χαστούκι (= τον χαστούκισε)/ένα χέρι ξύλο (= τον έδειρε). Θα σου ~ήξω μια μήνυση που θα είναι όλη δική σου (πβ. υποβάλλω). 7. (προφ.) κατευθύνομαι, προχωρώ, πάω: ~ηξε βόρεια/για την πόλη/για το σπίτι του/κατά το ποτάμι/προς τον σταθμό. Για πού/προς τα πού ~άς; ~ηξε για να βρει την τύχη της στη Γερμανία. ~ούσαν για το μέτωπο. Ο ένας ~άει για την ανατολή και ο άλλος για τη δύση (: για πλήρη ασυνεννοησία).τραβάει (προφ.) 1. διαρκεί, κρατά, παρατείνεται: Το παιχνίδι ~ πολλή ώρα. Η συζήτηση θα ~ήξει για πολύ ακόμα. Η ίδια κατάσταση ~ηξε για πολλά χρόνια.|| (κυρ. στο α' πρόσ.) Το ~ήξαμε χθες ως τις τρεις (= το ξενυχτήσαμε). Πβ. παρα~. 2. (συνήθ. με άρνηση) αποδίδει: Το αυτοκίνητο δεν ~ (= δεν προχωρά) στην ανηφόρα. Το μηχανάκι ~ πολύ καλά.|| Η ομάδα δεν ~. Η ταινία δεν ~ούσε καθόλου (: ήταν κουραστική, βαρετή). Η κατάσταση/η σχέση μας δεν ~ άλλο. 3. έχει ζήτηση ή πέραση: Το προϊόν δεν ~ στην αγορά. Το άλμπουμ ~ (= πουλάει) πολύ περισσότερο απ' ό,τι περιμέναμε.|| Ο υποψήφιος δήμαρχος δεν ~ (= δεν έχει δημοτικότητα). 4. καταναλώνει: Η συσκευή ~ πολύ ρεύμα. ● Παθ.: τραβιέμαι 1. αποτραβιέμαι: ~ήχτηκε από την κοινωνική ζωή. Πβ. απο-μονώνομαι, -σύρομαι. 2. κάνω πίσω, παραμερίζω: ~ήχτηκε προς τον τοίχο τρομαγμένος. ~ήξου στην άκρη.|| Στην άμπωτη τα νερά της θάλασσας ~ιούνται προς τα μέσα. Πβ. υποχωρώ. 3. (λαϊκό-αρνητ. συνυποδ.) έχω ερωτική σχέση: ~ιέται με διάφορες. ~ιέται με τον ένα και τον άλλο. Πβ. τραβολογιέμαι. ● ΦΡ.: τι τραβάμε και δεν το μαρτυράμε! (προφ.): όταν κάποιος δεινοπαθεί και αγανακτεί: ~ ~ με όλους αυτούς τους άσχετους!, το τραβάει (μτφ.-προφ.) 1. το παρακάνει, το παρατραβά: Το ~ηξε περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε. 2. για να δηλωθεί ότι κάτι ταιριάζει με την περίσταση: ~ ~ ο καιρός το τζάκι (: κάνει αρκετό κρύο, ώστε να χρειάζεται να το ανάψουμε). Σήμερα θα φάμε σούπα, ~ ~ η μέρα., τράβα στην άκρη/στη(ν) μπάντα/παραπέρα (προφ.): παραμέρισε, πήγαινε στην άκρη: ~ ~ να περάσω! ~ήξου στην άκρη γιατί δεν βλέπω τίποτα. Βλ. κάνω στην άκρη/στη(ν) μπάντα., τράβα! (λαϊκό): πήγαινε, άντε: ~ πίσω στη θέση σου/στο σπίτι σου. Aν δεν σ' αρέσει εδώ, ~ να βρεις καλύτερο μέρος. ~ στη δουλειά σου (: ασχολήσου με τα δικά σου, μην ανακατεύεσαι). Βρε άι ~ από δω (= φύγε, χάσου)/πιο κει (= παραμέρισε)!, τραβάει η όρεξή μου (κάτι) (προφ.): επιθυμώ: Τι ~ ~ σου (= τι σου αρέσει) να φας;|| Στο κατάστημα θα βρείτε ό,τι ~ ~ σας., τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) (προφ.): ποθώ, λαχταρώ: Κάνε ό,τι ~ ~ σου. Κερνάω καφέ, μπουγάτσα ή ό,τι άλλο ~ ~ σας., τραβάω κόλλημα (αργκό): έχω έμμονη ιδέα ή ασχολούμαι συνεχώς με κάτι: ~ει ~ με την μουσική/με τον τυπά. Πβ. τρώω/έχω φάει τρελό/μεγάλο/χοντρό/τεράστιο κόλλημα., τραβάω μπροστά (προφ.) 1. (μτφ.) πάω μπροστά, προοδεύω: Όποιος αξίζει, ~ει ~ (= προκόβει). 2. προπορεύομαι: Τράβα εσύ μπροστά και εγώ ακολουθώ από πίσω. Πβ. προηγούμαι., τραβάω τα μαλλιά μου & τραβάω τις κοτσίδες μου (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί έντονη αντίδραση σε κάτι, κατάπληξη, δυσαρέσκεια: ~ ~ με αυτά που βλέπω., τραβώ χαρτί (προφ.): παίρνω χαρτί από την τράπουλα., βγάζει/τραβάει την ουρά/ουρίτσα του (έξω/απέξω) βλ. ουρά, βγάζω/τραβάω μαχαίρι βλ. μαχαίρι, και ξανά προς τη δόξα τραβά βλ. δόξα, και τράβα κορδέλα/κορδόνι βλ. κορδέλα, περνώ/τραβώ του λιναριού τα πάθη/των παθών μου τον τάραχο/τα πάθη του Χριστού βλ. πάθος, πίνει/ρουφάει/τραβάει σαν σφουγγάρι βλ. σφουγγάρι, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη βλ. μύτη, τα θέλει/τα τραβάει/τα σηκώνει ο οργανισμός του βλ. οργανισμός, τι τραβάμε κι εμείς οι χορεύτριες! βλ. χορευτής, χορεύτρια, τραβά το χαλί κάτω απ' τα πόδια κάποιου βλ. χαλί, τραβά(ει)/πάει σε μάκρος/μακριά βλ. μάκρος, τραβάει το αίμα μου (κάτι) βλ. αίμα, τραβάτε/βαράτε με κι ας κλαίω βλ. κλαίω, τραβάω τ' αυτί κάποιου βλ. αυτί, τραβάω χρήματα βλ. χρήμα, τραβάω/τεντώνω το σχοινί/σκοινί βλ. σχοινί, τραβάω/τρώω ζόρι/ζόρια βλ. ζόρι, τραβώ κουπί βλ. κουπί, τραβώ πιστόλι βλ. πιστόλι, τραβώ το(ν) διά(β)ολό μου βλ. διάβολος, τραβώ το(ν) δρόμο μου βλ. δρόμος, τραβώ τον αδόξαστο βλ. αδόξαστος ● βλ. τραβηγμένος [< μεσν. τραβώ]

φίλος

φίλος φί-λος ουσ. (αρσ.) 1. πρόσωπο αρσενικού φύλου που συνδέεται φιλικά με κάποιον: αδελφικός (= καρντάσης)/αληθινός/διαδικτυακός/καινούργιος/καλός/κοινός/κοντινός/οικογενειακός/παιδικός/παλιός/πιστός/στενός ~. (ειρων.) Άσπονδοι ~οι. Αχώριστοι/πραγματικοί ~οι. Ο αγαπημένος μου ~. Για πάντα/πάνω από όλα ~οι. Της έκανε τον ~ο. Ένας ~ μού είπε ... Είναι ~ (μου) από τον στρατό/το σχολείο. Στο λέω σαν ~. Ο ~ του ~ου μου είναι και δικός μου ~. Υπήρξε προσωπικός της ~. Μου σύστησε τον ~ο του. Προωθήστε το ιμέιλ σε έναν ~ο σας. Πβ. κολλητός.|| Βρήκε έναν απρόσμενο ~ο (= σύμμαχο) στο πρόσωπό του.|| (στον πληθ., για πρόσ. ανεξαρτήτως φύλου:) Οι φανταστικοί ~οι των παιδιών. ~οι δι' αλληλογραφίας. Είμαστε ή δεν είμαστε ~οι; Καλύτερα να μείνουμε ~οι. Έτσι κάνουν οι ~οι; Δεν έχει ~ους. Τους ~ους τους διαλέγουμε. (ΔΙΑΔΙΚΤ.) Λίστα ~ων.|| (κατ' επέκτ.) Ο καλύτερος/πιο πιστός ~ του ανθρώπου (: συνήθ. για το βιβλίο και τον σκύλο, αντίστοιχα). Οι τετράποδοι ~οι μας (: τα ζώα).|| (οικ.) Όπως είπε προηγουμένως και ο ~ από 'δω ... (: συνήθ. όταν δεν ξέρουμε το όνομά του, βλ. κύριος). Βλ. γνωστός, φιλαράκος. ΑΝΤ. εχθρός (1) 2. εραστής, ερωτικός σύντροφος: Θα έρθει με τον ~ο της. Πβ. αγόρι, αμόρε, γκόμενος. 3. πρόσωπο που του αρέσει κάτι και ασχολείται με αυτό συνήθ. συστηματικά, υποστηρικτής, θαυμαστής: ~ του κινηματογράφου/των τεχνών/της τζαζ. Οι ~οι του βιβλίου (= βιβλιόφιλοι)/των γραμμάτων/του διαδικτύου/των ζώων (= ζωόφιλοι)/των κόμικς/του κρασιού/του μουσείου/της μουσικής (= μουσικόφιλοι)/μιας ομάδας (πβ. οπαδός, φίλαθλος)/του ποδηλάτου/τένις. Είμαι φανατικός ~ (= φαν) των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ανώνυμη επιστολή ~ου της εφημερίδας. Αντιδράσεις ~ων ενός κόμματος. Απαντήσεις σε ερωτήσεις ~ων της στήλης. Λέσχη/όμιλος/σύλλογος/συνάντηση/σύνδεσμος/συνέλευση ~ων της αστρονομίας/του βουνού/της θάλασσας/του σκακιού. Κείμενα ~ων και επισκεπτών του δικτυακού μας τόπου. Φόρουμ συζήτησης για τους ~ους του NBA. Για τους μικρούς μας ~ους (: τα παιδιά)/για τους ~ους της γεύσης. Πβ. θιασώτης, λάτρης. ΑΝΤ. πολέμιος 4. (η κλητ. φίλε & φίλοι) ως οικεία προσφώνηση: Άκου ρε ~ε τι γίνεται. Μπερδεμένα μας τα λες, ~ε μου. Τι έπαθες ρε ~ε; Καλωσήρθες ~ε! Αντίο ~ε! (προς κάποιον άγνωστο:) ~ε, πού είναι η οδός ...; (σε ακροατήριο:) Αγαπητοί (μου) ~οι ... Φίλες και ~οι ... 5. (μτφ.) στοιχείο, παράγοντας που ωφελεί, βοηθά: ~ της υγείας. Ο ύπνος είναι ~ της μνήμης. Το γάλα είναι από τους καλύτερους ~ους του παιδιού. Πβ. σύμμαχος. ΑΝΤ. εχθρός (3) 6. (ως επίθ., συνήθ. προσφών. προφ. ή γραπτή) αυτός για τον οποίο κάποιος έχει φιλική διάθεση: ~ε αναγνώστη/επισκέπτη ... Οι ~οι ακροατές/τηλεθεατές. Προσκαλούμε τους ~ους δημοσιογράφους ... Πβ. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος. 7. αυτός που συνδέεται με σχέση αμοιβαίας βοήθειας, ειρηνικής συνύπαρξης, υποστήριξης με κάποιον άλλο: Ήρθε ως/είναι ~ της χώρας μας.|| (ως επίθ., φιλικός:) ~οι: λαοί. Πβ. συμμαχικός. ΑΝΤ. εχθρός (2) ● Υποκ.: φιλαράκι (το): Να φέρω και ένα ~ μου; (αργκό) Καλά ρε ~, δεν πειράζει. Πβ. παλιόφιλος. ● Μεγεθ.: φιλάρας (ο) & φιλάρα (η) (αργκό): συνήθ. ως προσφών.: Τι κάνεις ρε ~α;|| (ειρων.) Κοίτα, ~α, αν δεν έχεις επιχειρήματα μη μιλάς.|| (απειλητ.) ~α τρέχει τίποτα; ● ΣΥΜΠΛ.: καρδιακός/εγκάρδιος φίλος: στενός και αγαπητός, επιστήθιος φίλος. ● ΦΡ.: άμα/όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς; (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ένα άτομο, το οποίο θεωρείται φίλος, συμπεριφέρεται πολύ άσχημα., δεν είμαι φίλος: ευγενικός, ήπιος τρόπος για να δηλώσει κάποιος ότι δεν του αρέσει κάτι: ~ ~ του αλκοόλ/της τηλεόρασης., πες/δείξε μου τον φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι (παροιμ.): το ήθος, η ποιότητα ενός ανθρώπου φαίνεται από τους φίλους που επιλέγει., πιάνω φίλο/φίλους (λαϊκό): αποκτώ φίλο ή κυρ. ερωτικό σύντροφο., αγάπα το(ν) φίλο σου με τα ελαττώματά του βλ. αγαπώ, ο φίλος στην ανάγκη φαίνεται βλ. ανάγκη, οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους βλ. λογαριασμός ● βλ. φίλη [< αρχ. φίλος, γαλλ. ami, αγγλ. friend]

χέρι

χέρι χέ-ρι ουσ. (ουδ.) {χερ-ιού | -ιών} 1. καθένα από τα άνω άκρα ανθρώπου ή σπάν. τα μπροστινά άκρα τετράποδου σπονδυλωτού· ειδικότ. το τμήμα από τον καρπό ως και τα δάχτυλα, που χρησιμεύει ως όργανο σύλληψης και αίσθησης: ακρωτηριασμένο/δυνατό ~. Στιβαρά ~ια (βλ. μπράτσο). Ατροφία/κάταγμα ~ιού. Γράφει και με τα δύο ~ια (: είναι αμφιδέξιος). Τύλιξε τα ~ια του στη μέση της (βλ. αγκαλιάζω). Πβ. κουλό, ξερό. Βλ. αγκώνας, βραχίονας, ώμος.|| Οι γραμμές του ~ιού (: ενν. της παλάμης· βλ. χειρομαντεία). Κρέμες/υγιεινή ~ιών. Κρατούσε στο ~ του τα εισιτήρια. Της φίλησε το ~ (βλ. χειροφίλημα). Του έσφιξε το ~ (: τον συνεχάρη). Βλ. μετακάρπιο.|| Έπεσε νεκρή από το ~ του.|| Μηχανικό ~. 2. για διαδικασία, ενέργεια που επαναλαμβάνεται· φορά: Μετά το τελευταίο ~ (ενν. μπογιάς· πβ. πέρασμα), περνάτε το ξύλο με γυαλιστικό. 3. (σε χαρτοπαίγνια) συνδυασμός τραπουλόχαρτων· παρτίδα: δυνατό/καλό ~ (πβ. φύλλο). Το ~ της μπάνκας. Βλ. κέντα, χρώμα.|| Πόκερ πολλαπλών ~ιών. 4. τμήμα επίπλου για τη στήριξη των χεριών: τα ~ια του καναπέ/της πολυθρόνας. Πβ. μπράτσο. Βλ. πόδι.|| Δίσκος με ξύλινα ~ια (= χερούλια). 5. (στο ποδόσφαιρο) παράβαση από την εκούσια συνήθ. επαφή του χεριού ενός παίκτη, πλην του τερματοφύλακα, με την μπάλα. ● Υποκ.: χεράκι (το): τα ~ια του μωρού. ● Μεγεθ.: χέρα (διαλεκτ.), χερούκλα (η): Βλ. -ούκλα. ● ΣΥΜΠΛ.: άκρο χέρι & (λόγ.) άκρα χειρ: ΑΝΑΤ. η παλάμη και τα δάχτυλα του χεριού: καρπός και ~ ~. Χειρουργική της άκρας χειρός. Βλ. άκρο πόδι., αόρατο χέρι & (λόγ.) αόρατος χειρ: ΟΙΚΟΝ. θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε ελεύθερη ατομική δράση που στοχεύει στην εξυπηρέτηση του προσωπικού συμφέροντος, συμβάλλει ασυνείδητα στην ανάπτυξη της αγοράς. [< αγγλ. invisible hand] , μακρύ χέρι (μτφ.) 1. ισχυρή παρουσία: το (~) ~ του Νόμου. 2. {σπανιότ. στον πλήθ.} για κάποιον που διαπράττει κλοπές: Είχε ~ιά ~ια, αλλά τον συνέλαβαν στο τέλος. 3. πρόσωπο ή θεσμός που εξυπηρετεί με συγκαλυμμένο τρόπο τα συμφέροντα κάποιου άλλου: Αποτελεί το ~ ~ της εργοδοσίας/της κεντρικής εξουσίας., σιδερένιο χέρι: (μτφ.) για να δηλωθεί αυστηρότητα, σκληρότητα: Κυβέρνησε τη χώρα με ~ ~., το καλό χέρι κάποιου: αυτό που χρησιμοποιεί με μεγαλύτερη ευχέρεια: Το δεξί είναι ~ ~ μου χέρι., χρυσά χέρια: για να δηλωθεί η επιδεξιότητα κάποιου: γιατρός/μπασκετμπολίστας (βλ. εύστοχος) με ~ ~. Βλ. χρυσοχέρης., δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, εργατικά χέρια βλ. εργατικός, πρώτο χέρι βλ. πρώτος, υπολογιστής παλάμης/χειρός βλ. υπολογιστής, χείρα βοηθείας βλ. βοήθεια, χέρι/πόδι αλφάδι βλ. αλφάδι ● ΦΡ.: (έχει) βαρύ χέρι: χτυπάει δυνατά· τιμωρεί αυστηρά: Άνδρας με ~ ~.|| (μτφ.) Μην τα βάζεις μαζί του, έχει ~ ~. [< γαλλ. avoir la main lourde] , (έχω) ελαφρύ χέρι: έχω απαλό, σχεδόν ανεπαίσθητο άγγιγμα: Ο γιατρός είχε ~ ~, δεν κατάλαβα το τσίμπημα της βελόνας.|| Με ~ ~ (= σε μικρή ποσότητα) το αλάτι και το ξίδι στη σαλάτα., από χέρι σε χέρι & χέρι με χέρι: για κάτι που δίνεται ή σπανιότ. διαδίδεται από τον έναν στον άλλο, συνήθ. σε μια αλυσίδα ανθρώπων: Από ~ σε ~ η ολυμπιακή φλόγα διέσχισε όλη τη χώρα. Η ανταλλαγή έγινε ~ με ~. Βλ. από στόμα σε στόμα. [< γαλλ. de main en main] , βάζω και εγώ το χέρι/το χεράκι μου: αναμειγνύομαι, συμμετέχω: Είμαστε περήφανοι που βάλαμε και εμείς ~ μας στην προσπάθεια αυτή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Έχει βάλει κι αυτός κάπου το χεράκι του στην υπόθεση., βάζω στο χέρι (μτφ.-σπάν.): αποκτώ: Έβαλε ~ την κληρονομιά/την περιουσία της (: την οικειοποιήθηκε, με πρόθεση την κατασπατάλησή της). Πβ. τσεπώνω., βάζω χέρι (προφ.) 1. πειράζω, αλλάζω κάτι· επεμβαίνω: Έβαλε ~ στην εξάτμιση.|| (κυρ. μτφ.) ~ουν ~ στα δικαιώματα των αγροτών (πβ. αναμειγνύομαι). 2. χουφτώνω. 3. (μτφ.) επιπλήττω, μαλώνω: Μου έβαλε ~, γιατί άργησα., βάζω/χώνω (βαθιά) το χέρι στην τσέπη: δίνω, ξοδεύω, πληρώνω (πολλά) χρήματα: Βαθιά το χέρι στην τσέπη θα βάλουν οι οδηγοί λόγω αύξησης της τιμής της βενζίνης. Βλ. έχει καβούρια στην τσέπη του., γλιτώνω από τα χέρια κάποιου: ξεφεύγω: Το θύμα κατάφερε να ~σει ~ του βιαστή. Βλ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., δίνω τα χέρια 1. (μτφ.) επισφραγίζω συμφωνία ή συμφιλιώνομαι με κάποιον: Αφού συζήτησαν τις λεπτομέρειες, έδωσαν τα ~.|| Είναι καιρός να δώσετε τα ~ σας και να ξεχάσετε ό,τι έγινε. 2. για χαιρετισμό, χειραψία: Δώσαμε τα ~ και μετά έφυγε ο καθένας για το σπίτι του., δίνω το χέρι 1. κάνω χειραψία. 2. (μτφ.) συμφιλιώνομαι, βοηθώ· κάνω δεκτή πρόταση γάμου: ~ουμε το ~ σε όσους αγωνίζονται για τα λαϊκά συμφέροντα.|| (παλαιότ.) Αρνήθηκε να δώσει το ~ της κόρης του (: να γίνει ο γάμος της με κάποιον)., δίνω/παίρνω στο χέρι: για μετρητά: Μου έδωσε ~ ... ευρώ.|| Πήρε τα χρήματα ~ ~., είναι στο χέρι κάποιου: εξαρτάται απ' αυτόν: ~ ~ σου (= μπορείς) να περάσεις την τάξη. Δεν ~ ~ του να μας απολύσει., είναι/τον έχω του χεριού μου: για πρόσωπο ή κατάσταση που βρίσκεται υπό τον έλεγχό μου: Θέλουν έναν υπάλληλο να είναι ~ τους (πβ. σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε). Τον έχω ~ (= τον κάνω ό,τι θέλω). Πβ. έχω κάποιον στην τσέπη/στο τσεπάκι μου, παίζω στα δάχτυλα, σέρνω/τραβώ κάποιον από τη μύτη. Βλ. τον έχει για πρωινό., ένα (γερό) χέρι ξύλο: για ξυλοδαρμό: Του έδωσε/έριξε/χρειάζεται ~ ~, για να βάλει μυαλό., έρχεται στα χέρια μου: αποκτώ, βρίσκω ή παραλαμβάνω: Δεν ήρθε στα ~ μας το γράμμα σας., έχω (καλό) χέρι (μτφ.): είμαι επιδέξιος, έχω ταλέντο: ~ει καλό ~ στο σχέδιο/στις φωτογραφίες. Δεν ~ ~ (για ζωγραφική)., έχω κάποιον στο χέρι (μου) (μτφ.): έχω στοιχεία εναντίον του και μπορώ να τον εκβιάζω: Της ομολόγησε τα πάντα και τώρα τον έχει ~ ~., έχω μόνο δύο/δυο χέρια! (σπάν.): σε περιπτώσεις που δεν προλαβαίνει να κάνει κάποιος ταυτόχρονα όλα όσα του ζητούν ή επιβάλλεται να γίνουν., έχω/κρατάω/παίρνω το πάνω χέρι: ελέγχω, εξουσιάζω, υπερέχω: Έχει ~ ~ στη σχέση τους. Η ομάδα πήρε ~ ~ μετά το γκολ που πέτυχε. Πβ. είμαι/βρίσκομαι αποπάνω/από πάνω., ήρθαν/πιάστηκαν στα χέρια: τσακώθηκαν παλεύοντας μεταξύ τους: Οι παίκτες των δύο ομάδων λίγο έλειψε να έρθουν ~. Πβ. χειροδικώ., και με τα δυο (τα) χέρια: με σιγουριά και ενθουσιασμό: Τους ψήφισα ~ ~. ΣΥΝ. με χέρια και με πόδια (1), κάτω τα χέρια από ... (συνήθ. σε συνθήματα): απειλητικά για την υπεράσπιση προσώπου ή κατάστασης: ~ ~ από την εργατική τάξη/τα συνδικάτα., κόβω τα χέρια (μτφ.) 1. εμποδίζω, περιορίζω: Χωρίς ρεύμα όλη μέρα, μας κόπηκαν ~. Βλ. κόβω τη φόρα. 2. είμαι απόλυτα σίγουρος για κάτι: ~ ~ μου ότι όλα αυτά είναι ψέματα. ΣΥΝ. κόβω το κεφάλι/χέρι μου, κοντά/μακριά τα χέρια (σου ...)! (προφ.): συνήθ. ως προειδοποίηση ή απειλή για να μην αγγιχθεί, χτυπηθεί, παρενοχληθεί, θιγεί κάποιος ή κάτι., κρύα χέρια, ζεστή καρδιά: λαϊκή ρήση για να δηλωθεί συμπάθεια σε κάποιον που έχει παγωμένα χέρια., με κατεβασμένα χέρια (μτφ.): χωρίς αντίσταση, προσπάθεια: Έχασαν τον αγώνα ~ ~., με τα χέρια/με το χέρι/στο χέρι: χωρίς μαχαιροπίρουνα: Τρώγεται/φάγαμε ~ ~., με τρώει το χέρι μου & (σπάν.) η παλάμη μου 1. ως ένδειξη ότι πρόκειται να πάρω ή να δώσω χρήματα. 2. (μτφ.) θέλω πάρα πολύ να κάνω κάτι: ~ ~ να γράψω ένα σωρό πράγματα, αλλά δεν έχω χρόνο., να μου κοπεί το χέρι (συχνά ως όρκος): για να δηλωθεί ότι κάποιος λέει την αλήθεια ή ότι είναι αποφασισμένος να (μην) (ξανα)κάνει κάτι: ~ ~, αν έκλεψα. Καλύτερα ~ ~ παρά να ..., ο Θεός να βάλει το χέρι του/να κάνει το θαύμα του (ευχή σε δύσκολη κατάσταση): μακάρι να γίνει κάτι: ~ ~ να πάνε όλα καλά στις αυριανές εξετάσεις. Πβ. ο Θεός να δώσει, και ο Θεός βοηθός., όσο περνάει από το χέρι μου: όσο μπορώ: ~ ~ θα προσπαθήσω να σε βοηθήσω., παίρνω από το χέρι (μτφ.): καθοδηγώ: Με πήρε ~ ~ στη δυσκολότερη στιγμή της ζωής μου.|| Τι θες; Να σε πάρουν ~/χεράκι για να πας;, περνά από πολλά χέρια: βρίσκεται στην ιδιοκτησία ή την κατοχή πολλών ανθρώπων: Το οικόπεδο πέρασε ~., περνά από τα χέρια κάποιου: για κάτι που διευθετείται από ορισμένο πρόσωπο: Περνάνε όλα ~ ~ μου., περνά από το χέρι μου: μπορώ: Αυτό που μου ζητάς δεν ~ ~ (: δεν μπορώ να το κάνω)., περνώ από τα χέρια κάποιου: όταν μαθητεύει κανείς για ορισμένο χρονικό διάστημα κόντα σε κάποιον: Εκατοντάδες μαθητές πέρασαν ~ ~ του., πέφτει στα χέρια κάποιου: περιέρχεται στη δικαιοδοσία ή ιδιοκτησία κάποιου: Οι ληστές έπεσαν ~ της Αστυνομίας.|| Διαβάζει όποιο βιβλίο πέσει ~ του (: βρίσκει συμπτωματικά).|| (απειλητ.) Δε θα πέσεις ~ μου (= δεν θα σε πιάσω); Αλίμονό σου!, πιάνουν τα χέρια/πιάνει το χέρι μου (μτφ.): είμαι επιδέξιος στις χειρωνακτικές εργασίες., σε καλά χέρια: για αξιόπιστο, ικανό και σοβαρό πρόσωπο: Η περιουσία της βρίσκεται ~ ~. Μην ανησυχείς, σε αφήνω ~ ~., σε ξένα χέρια 1. χωρίς την οικογένειά του: Μεγάλωσε ~ ~ (= με θετούς γονείς). 2. (κατ' επέκτ.) στην κυριότητα ανθρώπων που προέρχονται από άλλη χώρα: Αρκετές ελληνικές εταιρείες έχουν περάσει ~ ~., στα χέρια κάποιου: στην κατοχή, υπό τον έλεγχο ή την ευθύνη του: Νέα στοιχεία ~ ~ της Ασφάλειας για τη δολοφονία του ... Πρέπει να πάρεις τη ζωή ~ ~ σου., στο δεξί/αριστερό χέρι (προφ.): δεξιά ή αριστερά: Μετά από εκατό μέτρα, θα δεις στο δεξί σου ~ ένα πάρκινγκ., στο χέρι: με τα χέρια, χειρωνακτικά: κέντημα ~ ~. Φόρεμα ραμμένο ~ ~.|| Απορρυπαντικό για πλύσιμο ~ ~.|| Έπιπλα φτιαγμένα ~ ~ (: χειροποίητα). ΑΝΤ. μηχανικά (2) [< γαλλ. à la main ] , το χέρι της καρδιάς: το αριστερό., τρίβω τα χέρια μου (μτφ.): αισθάνομαι μεγάλη ικανοποίηση, κυρ. λόγω μελλοντικών οικονομικών απολαβών ή άλλων προνομίων: ~ει ~ του από ευχαρίστηση. Οι παραγωγοί ~ουν ~ τους, καθώς η ταινία αναμένεται να κάνει ρεκόρ εισιτηρίων., χαμένος/καμένος από χέρι: για να δηλωθεί σίγουρη αποτυχία, καταστροφή: Η υπόθεση έμοιαζε ~η ~. Είμαστε/πάμε χαμένοι ~, αν το μάθουν., χάνω/ξεφεύγει μέσα από τα χέρια μου: δεν καταφέρνω να αξιοποιήσω, να διατηρήσω ή να πετύχω κάτι που συνήθ. θεωρείται δεδομένο, σίγουρο: Η ομάδα ~σε ~ της τη νίκη.|| (για πρόσ.) Ξέφυγε ~ ~ των Αρχών., χέρι-χέρι/χέρι με χέρι 1. & χεράκι-χεράκι: κρατώντας ο ένας τον άλλο από το χέρι: Περπατούσαμε ~ ~. 2. (μτφ.) για να δηλωθεί ότι κάτι συμβαδίζει με κάτι άλλο: ~ ~ οι δύο ομάδες στη βαθμολογία (ΣΥΝ. κοντά-κοντά). Φοιτητές και καθηγητές διαδήλωσαν ~ ~ (: μαζί, ενωμένοι)., (είναι) το δεξί χέρι κάποιου βλ. δεξιός, (έχω) καθαρά χέρια βλ. καθαρός, (πηγαίνω) με τον σταυρό στο χέρι βλ. σταυρός, αλλάζει χέρια βλ. αλλάζω, απλώνω χέρι βλ. απλώνω, από δεύτερο χέρι βλ. δεύτερος, από πρώτο χέρι βλ. πρώτος, αρπάζω κάτι/κάποιον (μέσα) από τα χέρια κάποιου βλ. αρπάζω, βάζω τα χεράκια μου και βγάζω τα ματάκια/μάτια μου βλ. χεράκι, βάζω το χέρι μου στη φωτιά βλ. φωτιά, βάζω το χέρι μου/με το χέρι στο Ευαγγέλιο βλ. ευαγγέλιο, βάζω το χέρι/με το χέρι στην καρδιά βλ. καρδιά, γεια στα χέρια σου! βλ. γεια, γλιστρά (μέσα) από τα δάχτυλά/από τα χέρια μου βλ. γλιστρώ, δένω τα χέρια (κάποιου) βλ. δένω, δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι βλ. δίνω, δοκιμάζει το πόδι/το χέρι (του) βλ. δοκιμάζω, έβαψε/έχει βάψει τα χέρια του με/στο αίμα βλ. βάφω, ελευθερώνω τα χέρια (κάποιου) βλ. ελευθερώνω, ζητώ το χέρι βλ. ζητώ, κάθομαι/μένω/περιμένω/στέκομαι με σταυρωμένα/δεμένα χέρια/σταυρώνω τα χέρια βλ. σταυρώνω, κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει βλ. κάλλιο, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου βλ. αδύνατος, κατάσχεση στα χέρια τρίτου βλ. κατάσχεση, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, κρατώ στα χέρια μου την τύχη κάποιου βλ. τύχη, λερώνω τα χέρια μου βλ. λερώνω, λερώνω τα χέρια μου με αίμα βλ. αίμα, λύνω τα χέρια (κάποιου) βλ. λύνω, με άδεια χέρια βλ. άδειος, με ανάταση του χεριού (/των χεριών) βλ. ανάταση, με γεμάτα χέρια βλ. γεμάτος, με μια βαλίτσα στο χέρι βλ. βαλίτσα, με το κλειδί στο χέρι βλ. κλειδί, με χέρια και με πόδια βλ. πόδι, μένω στα χέρια (κάποιου) βλ. μένω, μετριούνται/είναι μετρημένοι στα δάχτυλα (του ενός χεριού) βλ. δάχτυλο, όλα τα δάχτυλα (του χεριού) δεν είναι ίδια/ίσα βλ. δάχτυλο, παίρνω κάτι στα χέρια μου βλ. παίρνω, παίρνω τον νόμο στα χέρια μου βλ. νόμος, περνάει στα χέρια κάποιου βλ. περνώ, σηκώνω στα χέρια (μου) βλ. σηκώνω, σηκώνω τα χέρια ψηλά βλ. σηκώνω, σηκώνω χέρι βλ. σηκώνω, σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια βλ. σφίγγω, τα χέρια του στάζουν αίμα βλ. στάζω, το 'να χέρι νίβει τ' άλλο και τα δυο το πρόσωπο βλ. νίβω, υπογράφω και με τα δυο χέρια βλ. υπογράφω, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μεσν. χέριν, γαλλ. main, αγγλ. hand, γερμ. Hand]

ψυχή

ψυχή ψυ-χή ουσ. (θηλ.) 1. η άυλη, πνευματική ουσία του ανθρώπου, που θεωρείται ότι είναι αθάνατη· γενικότ. η άυλη και άφθαρτη ουσία κάθε όντος: ειρήνη της ~ής. Η ~ δίνει ζωή στο σώμα.|| Κάθαρση/λύτρωση/σωτηρία της ~ής. (ΕΚΚΛΗΣ.) Ο σωτήρας των ~ών (: ο Θεός). Προσεύχομαι για την ~ κάποιου. Δέηση για την ~ του ... Παρέδωσε την ~ του στον Κύριο (= πέθανε· βλ. πνεύμα). (ως ευχή για πεθαμένο:) Ο Θεός να/ας αναπαύσει την ~ του.|| (σε όρκο:) Στην ~ της μάνας/του πατέρα μου!|| (ΦΙΛΟΣ.) Καθολική/παγκόσμια ~ (πβ. ψυχή του κόσμου).|| (ΜΥΘ.) Η Ψυχή και ο Έρωτας.|| Η ~ των ζώων. 2. (ειδικότ.) η ηθική και συναισθηματική φύση του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη βιολογική και διανοητική του υπόσταση: αβυσσαλέα/αγγελική/αγνή/αδάμαστη/αδούλωτη/ελεύθερη/ευαίσθητη/ευγενική/καθαρή/μαύρη/παιδική/περήφανη (βλ. φρόνημα)/σκληρή/σκοτεινή ~. Οι αρετές/η γαλήνη/η δύναμη/η ηρεμία/η καλλιέργεια/η κατάσταση/το μεγαλείο/ο πόνος/η υγεία της ~ής. Το τραγούδι άγγιξε την ~ μου (: με συγκίνησε βαθύτατα). Έχει καλή/κακή ~ (= καρδιά· πβ. καλό-/κακό-ψυχος). Η αμαρτία βαραίνει την ~ (βλ. συνείδηση). Κάποιος/κάτι γεμίζει την ~ μας με θλίψη/χαρά. Πόνεσε η ~ μου που την είδα να κλαίει (: στενοχωρήθηκα πολύ). Το ευχαριστήθηκε/χάρηκε η ~ μου! Το αληθινό ταλέντο βγαίνει/πηγάζει από την ~. Με τα μάτια της ~ής.|| H λαϊκή ~. 3. άνθρωπος, ζωή· ειδικότ. εμψυχωτής: αδικοχαμένες/μοναχικές/νεανικές/πληγωμένες ~ές. Πόλη δύο εκατομμυρίων ~ών (= κατοίκων). Χάθηκαν τόσες αθώες ~ές! Τι να κάνει άραγε αυτή η ~;|| Δεν υπήρχε ~ τριγύρω. Σε αυτό το μέρος τον χειμώνα δεν πατάει ~.|| (μτφ.) Είναι η ~ του αγώνα. Το εμπορικό κέντρο είναι η ~ της πόλης. 4. {χωρ. πληθ.} παλικαριά, θάρρος: το μεγαλείο της ελληνικής ~ής. Δείξαμε ~ και νικήσαμε. Θέλει ~ (= κότσια) ν' αψηφάς τον κίνδυνο. Είναι ομάδα με ~. Είχαν ~ και πάλεψαν μέχρι τέλους εναντίον των κατακτητών (: ήταν ψυχωμένοι, ανδρείοι· βλ. δειλός, άνανδρος). Πβ. αγωνιστικ-, μαχητικ-ότητα, σθένος. 5. ΤΕΧΝΟΛ. το κεντρικό ή βασικό τμήμα αντικειμένου ή κατασκευής, συνήθ. δοκού, σιδηροτροχιάς: αγωγοί/συρματόσχοινα με χαλύβδινη ~. ● Υποκ.: ψυχάκι (το) (οικ.): πρόσωπο αγαπημένο, κοντινό ή για το οποίο τρέφουμε αισθήματα συμπάθειας, εκτίμησης., ψυχούλα (η): καλοσυνάτος άνθρωπος, που χαρακτηρίζεται από ευαισθησία και ανιδιοτέλεια. ● ΣΥΜΠΛ.: ψυχή του κόσμου & κοσμική ψυχή: ΦΙΛΟΣ. (κατά τους πρώτους φιλοσόφους) η ζωοποιός δύναμη του κόσμου., αδελφή ψυχή βλ. αδελφός, η αθανασία της ψυχής βλ. αθανασία, η ψυχή της παρέας βλ. παρέα, κατάθεση ψυχής βλ. κατάθεση ● ΦΡ.: βάζω την ψυχή μου (σε κάτι) (προφ.): δημιουργώ, κάνω κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, με όρεξη και διάθεση: ~ει ~ σ' αυτό που κάνει., βγαίνει η ψυχή (κάποιου) (προφ.): πεθαίνει: Κόντεψε να βγει ~ του., για την ψυχή της μάνας μου (συνήθ. ειρων.): για να τονιστεί ότι κάτι γίνεται αφιλοκερδώς και ανυστερόβουλα: Το κάνουν για το κέρδος, δεν στήνουν ολόκληρες επιχειρήσεις ~ ~ τους. Πβ. δωρεάν, τζάμπα. ΑΝΤ. με το αζημίωτο., δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι): κάνω τα πάντα., δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή (μτφ.-προφ.): για να δηλωθεί ότι κάτι αρέσει πολύ σε κάποιον: Δώσ' του γλυκά/κουτσομπολιό ~ ~!, ένα σώμα, μια ψυχή: για να δηλωθεί απόλυτη ενότητα, σύμπνοια: Είμαστε/έχουμε γίνει ~ ~!, και οι ... έχουν ψυχή (προφ.-χιουμορ.): ακόμα και όσοι υποτιμούνται έχουν συναισθήματα και δικαιώματα., με όλη μου την ψυχή/την καρδιά (προφ.): με κάθε ειλικρίνεια, ολόψυχα: Σ' ευχαριστώ ~ ~! Σου εύχομαι/σε παρακαλώ ~ ~ να ... Θέλω κάτι ~ ~. Τον αγαπούσα ~ ~. ΣΥΝ. από καρδιάς, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου), με την ψυχή μου (προφ.-εμφατ.): για να δηλωθεί απόλαυση, ευχαρίστηση σε πολύ μεγάλο βαθμό: Γλέντησα/χόρεψα ~ ~. Πανηγύρισε ~ ~ του., μια ψυχή που είναι να βγει, ας βγει! (προφ.): (για κάτι δυσάρεστο) ό,τι πρόκειται να συμβεί, ας συμβεί μια ώρα νωρίτερα., πιάνεται/πιάστηκε η ψυχή μου (προφ.): στενοχωριέμαι, υποφέρω, αγωνιώ: Πιάνεται ~ ~ που σε βλέπω να κουράζεσαι. ~στηκε ~ όταν είδα ..., ταξίδι ψυχής 1. που έχει ως στόχο την ικανοποίηση ψυχικών αναγκών: ~ ~ στις ρίζες του (= στον τόπο καταγωγής του). 2. (μτφ.) εσωτερική αναζήτηση, ταξίδι με τον νου σε διαφορετικούς τόπους ή καταστάσεις: Η Τέχνη αποτελεί ~ ~., τι ψυχή έχει (κάτι); (οικ.): δεν έχει καμιά αξία ή σημασία: Δεν ήπια και πολύ, ~ ~ ένα ποτηράκι;, τι ψυχή θα παραδώσεις;: (σε κάποιον που διαπράττει κάτι κακό ή και χιουμορ.) δεν φοβάσαι την ώρα της Κρίσεως;, τρέμει η ψυχή μου (μτφ.-προφ.): ανησυχώ πολύ, φοβάμαι υπερβολικά: ~ ~ μην πάθει κανένα κακό. ΣΥΝ. βγαίνει/πηδάει/σπαρταράει/τρέμει η καρδιά μου, ψυχή ζώσα (λόγ.-εμφατ.): κανένας: Δεν κυκλοφορεί/δεν υπάρχει ~ ~., ψυχή τε και σώματι (λόγ.) & ψυχή και σώμα: ολόψυχα, ολοκληρωτικά: Του αφοσιώθηκε ~ ~. Αγωνίστηκε/συμμετέχει ~ ~. Τάχθηκε ~ ~ υπέρ του ..., ψυχή/ψυχούλα μου!: ως προσφώνηση με την οποία εκφράζεται αγάπη, τρυφερότητα, οικειότητα: ~ ~, μου λείπεις! ΣΥΝ. καρδιά/καρδούλα μου, άβυσσος η ψυχή (του ανθρώπου)! βλ. άβυσσος, ανοίγει η καρδιά/η ψυχή μου βλ. ανοίγω, ανοίγω την καρδιά μου/την ψυχή μου (σε κάποιον) βλ. ανοίγω, από τα βάθη της καρδιάς/της ψυχής (μου) βλ. βάθος, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων βλ. αλλόφυλος, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, γελάω με την καρδιά μου/με την ψυχή μου/μέχρι δακρύων βλ. γελώ, δεν το βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) μου/δεν μου βαστά(ει) η καρδιά (/η ψυχή) βλ. βαστώ, εν βρασμώ ψυχής βλ. βρασμός, Θεός σχωρέσ΄τον/την ψυχή του! βλ. θεός, ματώνει η καρδιά μου βλ. ματώνω, μαυρίζει/μαύρισε η ψυχή μου βλ. μαυρίζω, με πόνο ψυχής βλ. πόνος, με την ψυχή στο στόμα βλ. στόμα, μου βγαίνει η πίστη/η Παναγία/η ψυχή/το λάδι βλ. βγαίνω, μου βγήκε η ψυχή/η πίστη ανάποδα βλ. ανάποδα, μου 'φυγε η ψυχή βλ. φεύγω, ο Θεός και η ψυχή του! βλ. θεός, παρέδωσε το πνεύμα βλ. πνεύμα, παρηγοριά στον άρρωστο (μέχρι/ώσπου να βγει η ψυχή του) βλ. παρηγοριά, πήγε η ψυχή/η καρδιά μου στην Κούλουρη βλ. Κούλουρη, πουλάω (και) την ψυχή μου στον διά(β)ολο βλ. πουλώ, πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά/ύστερα το χούι βλ. χούι, το λέει η ψυχή/καρδιά/καρδούλα/περδικούλα του βλ. περδικούλα, τον/την έχει βαρεθεί η ψυχή μου βλ. βαριέμαι, τραβάει η ψυχή/η καρδιά μου (κάτι) βλ. τραβώ ● βλ. ψυχάρα [< αρχ. ψυχή, 5 γερμ. Seele]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.