Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καρδιοκατακτητής καρ-δι-ο-κα-τα-κτη-τής ουσ. (αρσ.): γοητευτικός άνδρας με πολλές ερωτικές επιτυχίες: Έχει τη φήμη μεγάλου ~ή! Πβ. γκομενιάρης, γόης, γυναικάς, δον Ζουάν, ερωτύλος, καζανόβας, κορτάκιας, κυνηγός, μουρντάρης, μπερμπάντης. Βλ. ζεν πρεμιέ. ΣΥΝ. γυναικοκατακτητής [< γαλλ. bourreau des cœurs]

ζεν

ζενουσ. (ουδ.) {άκλ.}: ΘΡΗΣΚ. βουδιστικό δόγμα της Ιαπωνίας που πρεσβεύει ότι η φώτιση μπορεί να αποκτηθεί μέσω της ενόρασης και του διαλογισμού. [< γαλλ. zen]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.