Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καρηβαρία κα-ρη-βα-ρί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αίσθημα βάρους στο κεφάλι. Πβ. κεφαλαλγία. Βλ. αστάθεια, ζάλη, ίλιγγος. [< αρχ. καρηβαρία]

αστάθεια

αστάθεια[ἀστάθεια] α-στά-θει-α ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη σταθερότητας, διαρκείς αλλαγές, μεταπτώσεις, διακυμάνσεις: κοινωνική/νομισματική/οικονομική/πολιτική/συναισθηματική/ψυχολογική ~. ~ της αγοράς/των τιμών.|| Η ομάδα παρουσιάζει ~ στην απόδοσή της.|| (ΜΕΤΕΩΡ.) Θερμική/κλιματική ~. ~ του καιρού.|| (ΙΑΤΡ.) Αιμοδυναμική ~.|| (ΠΟΛΙΤ.) Γεωπολιτική/περιφερειακή ~ (: όταν η ~ σε διάφορους τομείς μιας χώρας επηρεάζει τις γειτονικές). Πβ. αβεβαι-, μεταβλητ-, ρευστ-ότητα. 2. έλλειψη ισορροπίας: ~ στο βάδισμα. Βλ. ζάλη, ίλιγγος, καρηβαρία. ΑΝΤ. ευστάθεια [< μτγν. ἀστάθεια, γαλλ. instabilité, αγγλ. instability]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.