καρκίνωμα καρ-κί-νω-μα ουσ. (ουδ.) 1. ΙΑΤΡ. κακοήθης όγκος επιθηλιακής προέλευσης: διηθητικό/θηλώδες/λοβιακό/νεφροκυτταρικό/πορογενές ~. Μεταστατικά ~ατα. ~ του ενδομητρίου/λάρυγγα/μαστού/παχέος εντέρου. Πβ. επιθηλίωμα. Βλ. αδενο~, μελάνωμα, χολαγγειο~, χοριο~, -ωμα2.2. (μτφ.) καθετί αρνητικό και επιζήμιο, που παρουσιάζει ταχεία ανάπτυξη και ευρεία εξάπλωση και είναι δύσκολο να εξαλειφθεί: το ~ της διαφθοράς/τρομοκρατίας. Πβ. πληγή. ΣΥΝ. καρκίνος (2) ● ΣΥΜΠΛ.: ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα βλ. ακανθοκυτταρικός, βασικοκυτταρικό καρκίνωμα βλ. βασικοκυτταρικός [< 1: αρχ. καρκίνωμα, γαλλ. carcinome, γερμ. Karzinom, αγγλ. carcinoma 2: γαλλ.-αγγλ. cancer]
καρκινωματώδης , ης, ες καρ-κι-νω-μα-τώ-δης επίθ. {καρκινωματώδ-ους, -η | -εις (ουδ. -η)}: ΙΑΤΡ. που σχετίζεται με το καρκίνωμα ή μοιάζει με αυτό ως προς τη φύση του: ~η: κύτταρα (= καρκινικά). Βλ. προ~, -ώδης. [< γαλλ. carcinomateux]
ακανθοκυτταρικός
ακανθοκυτταρικός, ή, ό [ἀκανθοκυτταρικός] α-καν-θο-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα: ΙΑΤΡ. μορφή καρκίνου κυρ. του δέρματος που οφείλεται κυρ. στη μακροχρόνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία: ~ ~ στο πρόσωπο. [< αγγλ. squamous cell carcinoma, 1907]
βασικοκυτταρικός
βασικοκυτταρικός, ή, ό βα-σι-κο-κυτ-τα-ρι-κός επίθ.: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: βασικοκυτταρικό καρκίνωμα & επιθηλίωμα: ΙΑΤΡ. η πιο συχνή μορφή καρκίνου του δέρματος, που προκαλείται κυρ. εξαιτίας της έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία: επιφανειακό/μελαγχρωματικό/οζώδες ~ ~. Πβ. ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα. [< αγγλ. basal cell, γαλλ. basocellulaire]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.