Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καρκινοπαθής , ής, ές καρ-κι-νο-πα-θής επίθ./ουσ.: που πάσχει από καρκίνο: ~ή: παιδιά.|| ~είς σε προχωρημένο/τελικό στάδιο. Αυξημένος κίνδυνος εμφάνισης λοιμώξεων σε ~είς. Βλ. -παθής. [< γαλλ. cancéreux]

-παθής

-παθής, ής, ές {-παθούς | -παθείς (ουδ. -παθή)} (λόγ.) επίθημα επιθέτων και ουσιαστικών∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο 1. υποφέρει, έχει πληγεί ή πάσχει από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (για πρόσ., συνήθ. ως ουσ., αρσ. κ. θηλ.) αναξιο~. Πβ. -παθών.|| (ειδικότ.) Πλημμυρο~/πυρο~/σεισμο~. Πβ. -πληκτος.|| Καρδιο~/καρκινο~. 2. έχει συγκεκριμένη ιδιότητα σε έντονο συνήθ. βαθμό: (για πρόσ., ως επίθ.) α~/εγω~/εμ~/ηττο~/μυστικo~.|| Eυ~. 3. προκαλεί ορισμένα συναισθήματα: (ως επίθ., για πρόσ.) αντι~/συμ~.|| Ηδυ~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.