Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καρυκεύω κα-ρυ-κεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καρύκευ-σα, καρυκεύ-εται, -τεί, -μένος} 1. ΜΑΓΕΙΡ. προσθέτω καρυκεύματα στο φαγητό ή το κάνω πιο νόστιμο, του δίνω άρωμα: κοτόπουλο ~μένο με αλατοπίπερο. Πβ. αρταίνω, αρωματίζω, νοστιμεύω. 2. (μτφ.) διανθίζω, στολίζω: αφήγηση ~μένη με συναρπαστικές λεπτομέρειες. [< μτγν. καρυκεύω ‘μαγειρεύω με σάλτσα, προετοιμάζω με φροντίδα (για αφηγήσεις)’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.