καρυότυπος κα-ρυ-ό-τυ-πος ουσ. (αρσ.) : ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. η χρωμοσωμική σύσταση ενός ατόμου· ειδικότ. μικροφωτογραφία των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου ανά ζεύγη σύμφωνα με το μέγεθος και τη μορφολογία τους, στην οποία διαφαίνεται η σύνθεσή τους καθώς και κάθε πιθανή ανωμαλία του αριθμού ή της δομής τους: φυσιολογικός ~ άρρενος/θήλεος. ~ εμβρύου/μυελού των οστών. Εξέταση ~ου (: για τη μεταγεννητική διάγνωση γενετικών νοσημάτων, π.χ. συνδρόμου ντάουν). Βλ. κυτταρογενετική, φαινότυπος, -τυπος1. [< αγγλ. karyotype, 1929, γαλλ. caryotype, 1961]
κυτταρογενετική
κυτταρογενετική κυτ-τα-ρο-γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Κ): ΒΙΟΛ. κλάδος της Γενετικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη των χρωμοσωμάτων (αριθμός, δομή, μορφολογία) με σκοπό την έρευνα χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Βλ. βιο-, φυλο-γενετική. [< γαλλ. cytogénétique, αγγλ. cytogenetics, 1930]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.