Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 30 εγγραφές  [0-20]


  • καστ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: το σύνολο των ηθοποιών που συμμετέχουν σε μια κινηματογραφική, τηλεοπτική ή θεατρική παραγωγή: το (γυναικείο/πρωταγωνιστικό) ~ μιας ταινίας. Επιλογή του ~ (= κάστινγκ). Βραβείο καλύτερου ~. Σειρά με αξιόλογο/διάσημο/δυνατό/εξαιρετικό/λαμπερό/νεανικό ~. Αλλαγές στο ~. Πβ. τιμ. [< αγγλ. cast]
  • κάστα κά-στα ουσ. (θηλ.) {καστ-ών} 1. (αρνητ. συνυποδ.) στενός κύκλος ανθρώπων που ανήκουν σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα ή στην ίδια επαγγελματική τάξη, έχουν κοινά συμφέροντα και αρχές καθώς και αλληλεγγύη μεταξύ τους και δεν αφήνουν εύκολα κάποιον ξένο να εισχωρήσει σε αυτόν: γραφειοκρατική/εξουσιαστική/πολιτική/προνομιούχα ~. Ανήκει σε ~. Πβ. κλίκα, συντεχνία, φατρία. Βλ. μασονία, σέχτα. 2. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛ. καθεμιά από τις κλειστές τάξεις στις οποίες είναι ιεραρχικά δομημένες ορισμένες κοινωνίες, κυρ. η ινδουιστική: ανώτερη (: ~ των βραχμάνων)/ιερατική/κατώτερη (βλ. παρίας) ~. Το σύστημα των ~ών. [< ιταλ. casta, γαλλ. caste]
  • καστανάς κα-στα-νάς ουσ. (αρσ.): υπαίθριος πωλητής καστάνων τα οποία ψήνει επιτόπου σε ειδική εστία. Βλ. -άς, φουφού.
  • καστανί κα-στα-νί επίθ./ουσ. {άκλ.}: που έχει το καφέ χρώμα του κελύφους του κάστανου.
  • καστάνια κα-στά-νια ουσ. (θηλ.): ΤΕΧΝΟΛ. εργαλείο σύσφιξης· εξάρτημα που εμποδίζει την αντίστροφη κίνηση ενός τροχού ή μοχλού: αναστρεφόμενη ~. Κατσαβίδι-~. Βλ. καρυδάκι, κλειδί.|| Ρελέ ~ιας. Ιμάντας/κιβώτιο γραναζιών με ~. [< ιταλ. castagna]
  • καστανιά κα-στα-νι-ά ουσ. (θηλ.): ΒΟΤ. αιωνόβιο, ψηλό, φυλλοβόλο δέντρο των εύκρατων περιοχών του Β. Ημισφαιρίου (επιστ. ονομασ. Castanea sativa), με εδώδιμο καρπό (κάστανο) και ξύλο που χρησιμοποιείται σε διάφορες κατασκευές· συνεκδ. το ξύλο του: δάσος με ~ιές.|| Βαρέλια/κουφώματα από ~. [< μεσν. καστανιά]
  • καστανιέρα κα-στα-νιέ-ρα ουσ. (θηλ.): σκεύος για ψήσιμο κάστανων στο τζάκι: ~ σπαστή. Βλ. -ιέρα, πυροστιά, φουφού.
  • καστανιέτες κα-στα-νιέ-τες ουσ. (θηλ.) (οι) {σπανιότ. στον εν. καστανιέτα}: ΜΟΥΣ. κρουστό όργανο, κυρ. της ισπανικής μουσικής, αποτελούμενο από δύο μικρά, συνήθ. στρογγυλά κρόταλα τα οποία κρούει μεταξύ τους χορευτής ή μουσικός στην παλάμη του: μεταλλικές/ξύλινες ~. Βλ. ζίλια, κύμβαλο, φλαμένγκο. [< ισπ. castañeta]
  • κάστανο κά-στα-νο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -άνου}: ο καρπός της καστανιάς, ο οποίος έχει αμυλώδη ψίχα, καφετί, λείο φλοιό και αρχικά αναπτύσσεται μέσα σε ξυλώδες και ακανθώδες περίβλημα που σπάει κατά την ωρίμανση: βραστά/καθαρισμένα/ψημένα ~α. Γλυκό (κουταλιού)/μαρμελάδα/παγωτό/τούρτα ~. Κρέμα ~ου. Γαλοπούλα (γεμιστή) με ~α. Τσουρέκι με γέμιση ~. Βλ. κάρυο. ● Υποκ.: καστανάκι (το) ● ΦΡ.: βγάζω τα κάστανα απ' τη φωτιά (μτφ.): αναλαμβάνω δύσκολο έργο προς όφελος του συνόλου: Καλείται να βγάλει ~ ~. Πάλι εγώ θα βγάλω ~ ~; ΣΥΝ. βγάζω το φίδι απ' την τρύπα, δεν τρέχει κάστανο (προφ.): δεν συμβαίνει τίποτα (το ανησυχητικό): Μια χαρά είμαι, ~ ~!, δεν χαρίζει κάστανα (μτφ.): είναι ανυποχώρητος, αυστηρός: ~ ~ σε κανέναν!, δεν την παλεύω (κάστανο) βλ. παλεύω [< μτγν. κάστανα]
  • καστανοκόκκινος , η, ο κα-στα-νο-κόκ-κι-νος επίθ. (προφ.): που έχει απόχρωση ανάμεσα στο καστανό και το κόκκινο: ~α: μαλλιά. ● Ουσ.: καστανοκόκκινο (το): το αντίστοιχο χρώμα.
  • καστανομάλλης , α, ικο επίθ./ουσ.: που έχει καστανά μαλλιά. Βλ. -μάλλης.
  • καστανομάτης βλ. -μάτης
  • καστανόξανθος , η, ο κα-στα-νό-ξαν-θος επίθ./ουσ.: (κυρ. για μαλλιά, τρίχωμα ή φτέρωμα) ανοιχτός καστανός: ~ες: ανταύγειες/μπούκλες.|| Μπίρα με έντονο ~ο χρώμα.|| (για πρόσ.) ~η με πράσινα μάτια. Βλ. ξανθοκόκκινος. ● Ουσ.: καστανόξανθο (το): το αντίστοιχο χρώμα: Σου πηγαίνει πολύ το ~ (: για βαφή). Πβ. μελί.
  • καστανός , ή, ό κα-στα-νός επίθ.: που έχει το χρώμα του κάστανου· (για πρόσ.) καστανομάλλης: ~ή: ζάχαρη. ~ά: μάτια (= καστανόχρωμα). Πβ. καφετής.|| Έγινε ~ή (: έβαψε τα μαλλιά της ~ά). (ως ουσ.) Οι ~οί. Βλ. μελαχρινός, ξανθός. ● Ουσ.: καστανό (το): το αντίστοιχο χρώμα: αποχρώσεις του ~ού (: ανοιχτό, σκούρο). [< μεσν. καστανός]
  • καστανόχρωμος , η, ο κα-στα-νό-χρω-μος επίθ.: που έχει καστανό χρώμα: ~α: μαλλιά. Πβ. καστανωπός. Βλ. -χρωμος.
  • καστανόχωμα κα-στα-νό-χω-μα ουσ. (ουδ.): φυλλόχωμα που έχει διαμορφωθεί από αποσυντεθειμένα φύλλα καστανιάς: βιολογικό/καθαρό ~. ~ εξωτερικού χώρου/για γαρδένιες. Βλ. -χωμα.
  • καστανωπός , ή, ό κα-στα-νω-πός επίθ.: που το χρώμα του πλησιάζει το καστανό: ~ή: απόχρωση. ~ές: κηλίδες. Πβ. καστανόχρωμος. Βλ. -ωπός.
  • καστέλι κα-στέ-λι ουσ. (ουδ.) & (σπάν.) καστέλο (διαλεκτ.): μικρό κάστρο. [< μεσν. καστέλ(λ)ι(ν)]
  • κάστινγκ κά-στινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: επιλογή προσώπων, κυρ. καλλιτεχνών, για συμμετοχή τους σε τηλεοπτική, κινηματογραφική, θεατρική, μουσική ή άλλη παραγωγή· η αντίστοιχη διαδικασία, π.χ. μέσω δοκιμαστικής ακρόασης· καστ: Πέρασα από ~. Κάνουν ~ για μια ταινία. Πβ. διανομή ρόλων, οντισιόν. [< αγγλ. casting, γαλλ. ~, πριν από το 1972]
  • κάστορας κά-στο-ρας ουσ. (αρσ.) {καστόρων} 1. ΖΩΟΛ. αμφίβιο τρωκτικό θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Castor canadensis, C. fiber), με κοντόχοντρο σώμα, παχύ λείο τρίχωμα καφέ-κόκκινου ή καφέ-μαύρου χρώματος, κοφτερά δόντια για να ροκανίζει το ξύλο, μακριά πίσω πόδια με νηκτική μεμβράνη και πλατιά ουρά, το οποίο έχει την ικανότητα να φράσσει υδάτινα ρεύματα (ποτάμια) με κορμούς και κλαδιά δέντρων και να κατασκευάζει υπόγειες φωλιές: ευρωπαϊκός/καναδικός ~. Γούνα από ~α (= καστόρινη· βλ. καστόρι). Βλ. βίδρα, σκίουρος. 2. ΑΣΤΡΟΝ. (με κεφαλ. Κ) το δεύτερο σε λαμπρότητα αστέρι του αστερισμού των Διδύμων. [< αρχ. κάστωρ, γαλλ.-αγγλ. castor]

-ας

-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.

βίδρα

βίδρα βί-δρα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. υδρόβιο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Lutra-Lutra), στο μέγεθος της νυφίτσας, με νηκτικές μεμβράνες στα δάχτυλα των ποδιών, το οποίο απειλείται με εξαφάνιση, γι' αυτό και είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος. Βλ. λουτρ. ΣΥΝ. ενυδρίδα [< σλαβ. vidră]

ζίλια

ζίλια ζί-λια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. ζίλι} & ζίλιες (οι): ΜΟΥΣ. κρουστά μουσικά όργανα αποτελούμενα από δύο μεταλλικά κρόταλα με σχήμα ελαφρά κοίλων δίσκων: ντέφι με ~. Βλ. κύμβαλο. [< τουρκ. zil]

-ιέρα

-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).

καρυδάκι

καρυδάκι κα-ρυ-δά-κι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΑΧΑΡ. γλυκό του κουταλιού που παρασκευάζεται από άγουρα καρύδια. 2. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} εργαλείο για (ξε)βίδωμα: εξάγωνα/μαγνητικά/σπαστά ~ια. ~ια για βίδες. ~ια αέρος. Σετ ~ια. Βλ. καστάνια, κατσαβίδι, κλειδί. 3. (υποκ.) μικρό καρύδι.

κάρυο

κάρυο κά-ρυ-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. κάθε καρπός που αποτελείται από ξυλώδες περίβλημα και εδώδιμη ψίχα. Βλ. αμύγδαλο, βελανίδι, κάστανο, φουντούκι. 2. (επιστ.) καρύδι. [< αρχ. κάρυον]

-μάλλης

-μάλλης, α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.

μασονία

μασονία μα-σο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. παγκόσμια μυστική οργάνωση αυστηρά ιεραρχημένη, γνωστή για τις τελετουργίες και την αλληλεγγύη των μελών της· συνεκδ. το σύνολο των μασόνων. ΣΥΝ. ελευθεροτεκτονισμός, μασονισμός, τεκτονισμός 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ομάδα με κοινά συμφέροντα, αλληλοϋποστήριξη και μυστικότητα στη δράση: πολιτική ~. [< γαλλ. maçonnerie]

-μάτης

-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.

μελαχρινός

μελαχρινός, ή, ό με-λα-χρι-νός επίθ.: που έχει σκούρα καφέ ή μαύρα μαλλιά και συνήθ. σκούρα επιδερμίδα· σκουρόχρωμος: ~ός: άντρας. (ως ουσ.) Οι ~ές. ● Υποκ.: μελαχρινούλα (η). Βλ. καστανός, ξανθός.|| ~ό: δέρμα/πρόσωπο (ΑΝΤ. ανοιχτόχρωμο, άσπρο, λευκό). ΣΥΝ. μελαμψός & μελαψός [< μεσν. μελαχρινός – παλαιότ. ορθογρ. μελαχροινός]

ξανθοκόκκινος

ξανθοκόκκινος, η, ο ξαν-θο-κόκ-κι-νος επίθ.: (κυρ. για μαλλιά και γένια) που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο ξανθό και το κόκκινο: ~η: χαίτη. ~ες: ανταύγειες. Βλ. καστανόξανθος. ΣΥΝ. πυρόξανθος, πυρόχρους, ρούσος

παλεύω

παλεύω πα-λεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πάλ-εψα, παλ-έψει, παλεύ-οντας} 1. (+ με/εναντίον) συμπλέκομαι με κάποιον, για να τον ρίξω κάτω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος και γενικότ. για να τον εξουδετερώσω: ~ψε με τον αντίπαλο/τον ληστή. ~ψε για τη ζωή του (= για να μείνει ζωντανός). 2. (+ με/εναντίον) (μτφ.) αγωνίζομαι ενάντια σε κάποιον ή κάτι, αντιστέκομαι σθεναρά: ~ψε με την αρρώστια και τώρα είναι καλά. ~ με τον εαυτό μου/τον φόβο μου. 3. (μτφ.) κοπιάζω, μοχθώ για κάτι: ~ σκληρά. ~ για τη νίκη. Άδικα το ~εις (= παιδεύεις). ~ με αυταπάρνηση/νύχια και με δόντια/όλες μου τις δυνάμεις/πείσμα. Πβ. πολεμώ. ● ΦΡ.: δεν παλεύεται (νεαν. αργκό): δεν υποφέρεται: Ο αδερφός σου/η ζέστη ~ ~ με τίποτα! ΣΥΝ. δεν αντέχεται, δεν την παλεύω (κάστανο) (νεαν. αργκό): δεν αντέχω, δεν τα καταφέρνω: Τρίτη μέρα χωρίς συγκοινωνία και ~ ~!, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο: είναι ετοιμοθάνατος, χαροπαλεύει., πώς την παλεύεις; & την παλεύεις; (νεαν. αργκό): πώς τα πας, πώς τα καταφέρνεις; ~ ~ με τη δίαιτα/τον διευθυντή σου;, το παλεύω (προφ.): προσπαθώ για κάτι, δεν έχω παραιτηθεί: -Πώς πας, βρήκες δουλειά; -~ ~ ακόμη., κυνηγάει ανεμόμυλους βλ. ανεμόμυλος [< μεσν. παλεύω]

-χρωμος

-χρωμος, η, ο β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν 1. παρουσία ενός ή περισσότερων χρωμάτων: χαλκό~.|| Μονό~/δί~/τρί~/πολύ~.|| Ά~. 2. ένταση απόχρωσης: ανοιχτό~/σκουρό~.

-χωμα

-χωμα: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που σχετίζονται με το χώμα: αμμό~/αργιλό~/ασπρό~/καστανό~/κεραμιδό~/κηπό~/κοκκινό~/κοπρό~/μαυρό~/πυρό~/φυλλό~/φυτό~.

-ωπός

-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.