-ας 1. {συνήθ. χωρ. πληθ.} επίθημα αρσενικών ουσιαστικών που χρησιμοποιούνται ως παρωνύμια και δηλώνουν ομοιότητα ή ιδιότητα: κολοκύθ~.|| (επιτατ.) Κεφάλ~. 2. κατάληξη ανισοσύλλαβων ουδέτερων ουσιαστικών: κρέ~/πέρ~/τέρ~.
βίδρα βί-δρα ουσ. (θηλ.): ΖΩΟΛ. υδρόβιο θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Lutra-Lutra), στο μέγεθος της νυφίτσας, με νηκτικές μεμβράνες στα δάχτυλα των ποδιών, το οποίο απειλείται με εξαφάνιση, γι' αυτό και είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος. Βλ. λουτρ. ΣΥΝ. ενυδρίδα [< σλαβ. vidră]
ζίλια ζί-λια ουσ. (ουδ.) (τα) {σπανιότ. στον εν. ζίλι} & ζίλιες (οι): ΜΟΥΣ. κρουστά μουσικά όργανα αποτελούμενα από δύο μεταλλικά κρόταλα με σχήμα ελαφρά κοίλων δίσκων: ντέφι με ~. Βλ. κύμβαλο. [< τουρκ. zil]
-ιέρα επίθημα θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνει 1. δοχείο: αλατ~/βουτυρ~/ζαχαρ~/ξηροκαρπ~/σαλατ~/φρουτ~/ψωμ~. 2. συσκευή: γκριλ~/κρεπ~/σαντουιτσ~/τοστ~/φρυγαν~/ψηστ~.|| Σιντ~. 3. σκεύος: (κουτί, θήκη:) καπελ~/μπιζουτ~/πουδρ~.|| (γενικότ. κατασκευή:) Zαρντιν~.|| (έπιπλο:) Αλλαξ~/σιφον~/συρταρ~ (πβ. -θήκη).
καρυδάκι κα-ρυ-δά-κι ουσ. (ουδ.) 1. ΖΑΧΑΡ. γλυκό του κουταλιού που παρασκευάζεται από άγουρα καρύδια. 2. ΤΕΧΝΟΛ. {συνήθ. στον πληθ.} εργαλείο για (ξε)βίδωμα: εξάγωνα/μαγνητικά/σπαστά ~ια. ~ια για βίδες. ~ια αέρος. Σετ ~ια. Βλ. καστάνια, κατσαβίδι, κλειδί. 3. (υποκ.) μικρό καρύδι.
κάρυο κά-ρυ-ο ουσ. (ουδ.) 1. ΒΟΤ. κάθε καρπός που αποτελείται από ξυλώδες περίβλημα και εδώδιμη ψίχα. Βλ. αμύγδαλο, βελανίδι, κάστανο, φουντούκι. 2. (επιστ.) καρύδι. [< αρχ. κάρυον]
-μάλλης, α, ικο {αρσ. -μάλληδες | κ. θηλ. (λαϊκό-λογοτ.) -μαλλούσα, -μαλλού}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν συνήθ. το χρώμα των μαλλιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: ασπρο-μάλλης/γκριζο~/καστανο~/κοκκινο~/ξανθο~/ψαρο~. Βλ. -μάτης.|| Μακρυ-μάλλης. Σγουρο-μάλλα.
μασονία μα-σο-νί-α ουσ. (θηλ.) 1. παγκόσμια μυστική οργάνωση αυστηρά ιεραρχημένη, γνωστή για τις τελετουργίες και την αλληλεγγύη των μελών της· συνεκδ. το σύνολο των μασόνων. ΣΥΝ. ελευθεροτεκτονισμός, μασονισμός, τεκτονισμός 2. (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.) ομάδα με κοινά συμφέροντα, αλληλοϋποστήριξη και μυστικότητα στη δράση: πολιτική ~. [< γαλλ. maçonnerie]
-μάτης, α, ικο {αρσ. -μάτηδες}: επίθημα κτητικών επιθέτων και ουσιαστικών που δηλώνουν το χρώμα, το σχήμα ή την έκφραση των ματιών του προσδιοριζόμενου συνήθ. προσώπου: γαλανο~/καστανο~/μαυρο~/πρασινο~ (βλ. -μάλλης). Aβγουλο~/βοϊδο~/γουρλο~/μπιρμπιλο~.|| (μτφ.) Αετο~/ανοιχτο~.
μελαχρινός, ή, ό με-λα-χρι-νός επίθ.: που έχει σκούρα καφέ ή μαύρα μαλλιά και συνήθ. σκούρα επιδερμίδα· σκουρόχρωμος: ~ός: άντρας. (ως ουσ.) Οι ~ές. ● Υποκ.: μελαχρινούλα (η). Βλ. καστανός, ξανθός.|| ~ό: δέρμα/πρόσωπο (ΑΝΤ. ανοιχτόχρωμο, άσπρο, λευκό). ΣΥΝ. μελαμψός & μελαψός [< μεσν. μελαχρινός – παλαιότ. ορθογρ. μελαχροινός]
ξανθοκόκκινος, η, ο ξαν-θο-κόκ-κι-νος επίθ.: (κυρ. για μαλλιά και γένια) που το χρώμα του είναι ανάμεσα στο ξανθό και το κόκκινο: ~η: χαίτη. ~ες: ανταύγειες. Βλ. καστανόξανθος. ΣΥΝ. πυρόξανθος, πυρόχρους, ρούσος
παλεύω πα-λεύ-ω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {πάλ-εψα, παλ-έψει, παλεύ-οντας} 1. (+ με/εναντίον) συμπλέκομαι με κάποιον, για να τον ρίξω κάτω και να τον ακινητοποιήσω στο έδαφος και γενικότ. για να τον εξουδετερώσω: ~ψε με τον αντίπαλο/τον ληστή. ~ψε για τη ζωή του (= για να μείνει ζωντανός). 2. (+ με/εναντίον) (μτφ.) αγωνίζομαι ενάντια σε κάποιον ή κάτι, αντιστέκομαι σθεναρά: ~ψε με την αρρώστια και τώρα είναι καλά. ~ με τον εαυτό μου/τον φόβο μου. 3. (μτφ.) κοπιάζω, μοχθώ για κάτι: ~ σκληρά. ~ για τη νίκη. Άδικα το ~εις (= παιδεύεις). ~ με αυταπάρνηση/νύχια και με δόντια/όλες μου τις δυνάμεις/πείσμα. Πβ. πολεμώ. ● ΦΡ.: δεν παλεύεται (νεαν. αργκό): δεν υποφέρεται: Ο αδερφός σου/η ζέστη ~ ~ με τίποτα! ΣΥΝ. δεν αντέχεται, δεν την παλεύω (κάστανο) (νεαν. αργκό): δεν αντέχω, δεν τα καταφέρνω: Τρίτη μέρα χωρίς συγκοινωνία και ~ ~!, παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο: είναι ετοιμοθάνατος, χαροπαλεύει., πώς την παλεύεις; & την παλεύεις; (νεαν. αργκό): πώς τα πας, πώς τα καταφέρνεις; ~ ~ με τη δίαιτα/τον διευθυντή σου;, το παλεύω (προφ.): προσπαθώ για κάτι, δεν έχω παραιτηθεί: -Πώς πας, βρήκες δουλειά; -~ ~ ακόμη., κυνηγάει ανεμόμυλους βλ. ανεμόμυλος [< μεσν. παλεύω]
-χρωμος, η, ο β' συνθετικό για τον σχηματισμό επιθέτων που δηλώνουν 1. παρουσία ενός ή περισσότερων χρωμάτων: χαλκό~.|| Μονό~/δί~/τρί~/πολύ~.|| Ά~. 2. ένταση απόχρωσης: ανοιχτό~/σκουρό~.
-χωμα: β' συνθετικό ουδέτερων ουσιαστικών που σχετίζονται με το χώμα: αμμό~/αργιλό~/ασπρό~/καστανό~/κεραμιδό~/κηπό~/κοκκινό~/κοπρό~/μαυρό~/πυρό~/φυλλό~/φυτό~.
-ωπός, ή, ό: επίθημα επιθέτων που δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο μοιάζει, είναι σχεδόν όμοιο με ό,τι εκφράζει το θέμα: σκυθρ~/χαρ~.|| (απόχρωση) Κιτριν~/κοκκιν~. Kασταν~/ξανθ~. Bλ. -ουλός.
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ