Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατάβαση κα-τά-βα-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΑΘΛ. μετακίνηση προς χαμηλότερο σημείο: απότομη/δύσκολη/επικίνδυνη/νυχτερινή ~. ~ πλαγιάς/φαραγγιού (πβ. καταρρίχηση, ραπέλ). ~ ποταμού (βλ. ράφτινγκ). ~ με βάρκα/έλκηθρο/κανό/ποδήλατο/τα πόδια/σχοινιά. Διαδρομή/τεχνικές ~ης. Πβ. κάθοδος, κατέβασμα. ΑΝΤ. ανέβασμα, άνοδος.|| (ειδικότ. στο σκι) Γιγαντιαία/ελεύθερη/τεχνική ~. Αγώνας/πίστα ~ης (βλ. σλάλομ). ΑΝΤ. ανάβαση (1) 2. ΜΟΥΣ. (στη βυζαντινή μουσική) απαγγελία φθόγγων κλίμακας από τους υψηλότερους προς τους χαμηλότερους. [< 1: αρχ. κατάβασις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.