Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατάθλιψη κα-τά-θλι-ψη ουσ. (θηλ.) 1. ΨΥΧΟΛ.-ΙΑΤΡ. διαταραχή που χαρακτηρίζεται κυρ. από επίμονα και ισχυρά συναισθήματα θλίψης και απαισιοδοξίας, έλλειψη αυτοεκτίμησης και μείωση του ενδιαφέροντος για οποιαδήποτε δραστηριότητα· γενικότ. συναίσθημα έντονης θλίψης: αντιδραστική (: οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα και παύει όταν αυτός εκλείψει)/γεροντική/ενδογενής/επιλόχεια/εφηβική/κλινική/μείζων/μόνιμη/νευρωτική/σοβαρή/ψυχωτική ~. Βαριάς/ήπιας (πβ. δυσθυμική διαταραχή) μορφής ~. Αίτια/κίνδυνος/συμπτώματα (: κόπωση, λήθαργος, τάσεις αυτοκτονίας) ~ης. Φάρμακα κατά της ~ης (= αντικαταθλιπτικά). Περνάει φάση ~ης. Έπαθε/έχει ~. Βυθίζεται/είναι/έπεσε σε ~. Ξεπέρασε την ~. Βλ. κατατονία, μανιο~, ψύχωση.|| (προφ.) Η ~ του χειμώνα (πβ. εποχική συναισθηματική διαταραχή). Με πιάνει/μου 'ρχεται (μαύρη) ~, όταν σκέφτομαι ότι ... Η κατάσταση με οδηγεί σε/μου προκαλεί ~. Πβ. μαυρίλα, μελαγχολία, ψυχοπλάκωμα. 2. ΤΕΧΝΟΛ. συμπίεση ρευστού: (σε αντλία:) στόμιο (αναρρόφησης και) ~ης. Βλ. σύνθλιψη. ● ΣΥΜΠΛ.: μονοπολική διαταραχή/κατάθλιψη βλ. μονοπολικός [< 1: γαλλ. dépression 2: μτγν. κατάθλιψις]

κατατονία

κατατονίακα-τα-το-νί-α ουσ. (θηλ.): ΨΥΧΙΑΤΡ. (ως σύμπτωμα κυρ. σχιζοφρένειας) κατάσταση μυϊκής ακαμψίας και πλήρους παθητικότητας, που μπορεί να εναλλάσσεται με ακραία υπερδιέγερση. Πβ. καταληψία. Βλ. (μανιο)κατάθλιψη.|| (κατ' επέκτ.) Βρίσκεται σε ~ (: αδράνεια, αποχαύνωση). Βλ. α-, μονο-τονία. [< γερμ. Katatonie, γαλλ. catatonie, αγγλ. catatonia]

μονοπολικός

μονοπολικός, ή, ό μο-νο-πο-λι-κός επίθ. 1. ΗΛΕΚΤΡ. που έχει έναν πόλο, λειτουργεί με αυτόν ή παράγεται από αυτόν: ~ός: διακόπτης. ~ή: διάταξη/κεραία. ~ό: καλώδιο.|| ~ή: τάση. Βλ. δι-, πολυ-πολικός. 2. (μτφ.-λόγ.) μονοδιάστατος, μονόπλευρος: ~ός: κόσμος. ~ή: τάξη πραγμάτων. ~ό: μοντέλο/σύστημα. ● επίρρ.: μονοπολικά ● ΣΥΜΠΛ.: μονοπολική διαταραχή/κατάθλιψη: ΨΥΧΟΛ. ψυχική νόσος που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες καταθλιπτικές φάσεις. Βλ. διπολική διαταραχή. [< γαλλ. unipolaire, αγγλ. unipolar]

σύνθλιψη

σύνθλιψησύν-θλι-ψη ουσ. (θηλ.) (λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνθλίβω: ~ του ελαιοκάρπου/των καρπών/των σταφυλιών (πβ. πολτοποίηση). ~ σε πρέσα. Η θραύση των πετρωμάτων γίνεται με ~ ή κρούση.|| (μτφ.) ~ κάτω από το βάρος της πραγματικότητας/των ευθυνών. ~ των δικαιωμάτων. Πβ. συντριβή. Βλ. πρεσάρισμα. [< αρχ. σύνθλιψις ‘συμπίεση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.