Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατάκλιση κα-τά-κλι-ση ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. ξάπλωμα, συνήθ. για ύπνο: βραδινή/μεσημεριανή (βλ. σιέστα) ~. (σε κατασκήνωση:) ~ και σιωπητήριο. Λήψη του φαρμάκου δύο ώρες πριν την ~. Ο τραυματίας χρειάζεται ~. Πβ. πλάγιασμα.|| (ΓΥΜΝ.) Πλάγια/πρηνής/ύπτια ~. 2. ΙΑΤΡ. καθήλωση ασθενών ή ηλικιωμένων στο κρεβάτι: Ασθενείς με/σε χρόνια ~. Πβ. κλινοστατισμός.κατακλίσεις (οι) & έλκη από κατάκλιση/(λόγ.) εκ κατακλίσεως: ΙΑΤΡ. πληγές που εμφανίζονται σε σημεία του σώματος (κυρ. αγκώνες, αστραγάλους, γοφούς, ιερό οστό, φτέρνες, ωμοπλάτη) ανθρώπων που είναι κατάκοιτοι: επιθέματα ~ων. Αερόστρωμα/(για αμαξίδιο:) μαξιλάρι ~ων (: για την πρόληψή τους). [< αγγλ. decubitus ulcers] [< αρχ. κατάκλισις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.