Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατάληψη κα-τά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. αυθαίρετη κατοχή ενός χώρου και παρεμπόδιση της λειτουργίας του, συνήθ. σε ένδειξη διαμαρτυρίας: παράνομη ~ δημόσιου κτιρίου. Ειρηνική/συμβολική ~ του δρόμου. ~ της Πρυτανείας/του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές. ~ των φυλακών από τους κρατούμενους. ~ αεροσκάφους από τρομοκράτες (πβ. αεροπειρατεία). Λήξη/συνέχιση της ~ης. Μαθητικές ~ήψεις και αποχές. ~ήψεις διαρκείας. Κινητοποιήσεις/πορείες και ~ήψεις. Τα μαθήματα δεν έγιναν λόγω ~ης. Η Σχολή βρίσκεται/είναι/τελεί υπό ~. Οι εργαζόμενοι έκαναν/πραγματοποίησαν/προχώρησαν σε ~ του εργοστασίου/της εταιρείας.|| (για άτομο που έχει εγκατασταθεί σε ξένο χώρο) Θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα η ~ στο γραφείο/δωμάτιό μου; Βλ. προ~. 2. κατάκτηση ξένου εδάφους και βίαιη επιβολή εξουσίας: ένοπλη/ολοκληρωτική/πλήρης ~ και λεηλασία της χώρας. ~ του λιμανιού/του νησιού/του οχυρού/της πόλης/της στρατιωτικής βάσης από δυνάμεις εισβολέων. Απόπειρα/επιχείρηση/σχέδιο ~ης του στρατοπέδου. Πβ. άλωση, εκπόρθηση, κυρίευση, πάρσιμο. Βλ. ανα~. 3. (επίσ.) απόκτηση θέσης ή αξιώματος: ~ της εξουσίας. Υποψήφιος για την ~ της βουλευτικής έδρας.|| ~ της πρώτης θέσης (στο πρωτάθλημα). Πβ. κατάκτηση. [< 1,3: γαλλ. occupation 2: αρχ. κατάληψις]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.