κατάληψη κα-τά-λη-ψη ουσ. (θηλ.) 1. αυθαίρετη κατοχή ενός χώρου και παρεμπόδιση της λειτουργίας του, συνήθ. σε ένδειξη διαμαρτυρίας: παράνομη ~ δημόσιου κτιρίου. Ειρηνική/συμβολική ~ του δρόμου. ~ της Πρυτανείας/του Πολυτεχνείου από τους φοιτητές. ~ των φυλακών από τους κρατούμενους. ~ αεροσκάφους από τρομοκράτες (πβ. αεροπειρατεία). Λήξη/συνέχιση της ~ης. Μαθητικές ~ήψεις και αποχές. ~ήψεις διαρκείας. Κινητοποιήσεις/πορείες και ~ήψεις. Τα μαθήματα δεν έγιναν λόγω ~ης. Η Σχολή βρίσκεται/είναι/τελεί υπό ~. Οι εργαζόμενοι έκαναν/πραγματοποίησαν/προχώρησαν σε ~ του εργοστασίου/της εταιρείας.|| (για άτομο που έχει εγκατασταθεί σε ξένο χώρο) Θα συνεχιστεί για πολύ ακόμα η ~ στο γραφείο/δωμάτιό μου; Βλ. προ~.2. κατάκτηση ξένου εδάφους και βίαιη επιβολή εξουσίας: ένοπλη/ολοκληρωτική/πλήρης ~ και λεηλασία της χώρας. ~ του λιμανιού/του νησιού/του οχυρού/της πόλης/της στρατιωτικής βάσης από δυνάμεις εισβολέων. Απόπειρα/επιχείρηση/σχέδιο ~ης του στρατοπέδου. Πβ. άλωση, εκπόρθηση, κυρίευση, πάρσιμο. Βλ. ανα~.3. (επίσ.) απόκτηση θέσης ή αξιώματος: ~ της εξουσίας. Υποψήφιος για την ~ της βουλευτικής έδρας.|| ~ της πρώτης θέσης (στο πρωτάθλημα). Πβ. κατάκτηση. [< 1,3: γαλλ. occupation 2: αρχ. κατάληψις]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.