Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • κατάντη κα-τά-ντη ουσ. (ουδ.) (τα) (αρχαιοπρ.): το κάτω ή νότιο μέρος, τμήμα: τα ~ του ποταμού (: προς τις εκβολές)/φράγματος. Η κατασκευή θα αρχίσει από τα ανάντη προς τα ~ της πλαγιάς. [< αρχ. κατάντης ‘επικλινής, κατηφορικός’]
  • κατάντημα κα-τά-ντη-μα ουσ. (ουδ.): κατάντια. [< μεσν. κατάντημα]
  • κατάντης , ης, ες κα-τά-ντης επίθ. {κατάντ-ους | -εις (ουδ. -η)} (αρχαιοπρ.): καθοδικός, κατηφορικός: (ΙΑΤΡ.) ~εις: αρθρικές αποφύσεις. ● επίρρ.: κατάντη (+ γεν.): απότοµες πλαγιές ~ της οδού. [< αρχ. κατάντης, γαλλ. aval]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.