Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατάρριψη κα-τάρ-ρι-ψη ουσ. (θηλ.) 1. (μτφ.) ανατροπή, αντίκρουση: ~ μιας επιστημονικής θεωρίας. Πβ. ανασκευή. 2. ΑΘΛ. ξεπέρασμα, υπέρβαση: ~ ατομικού/ολυμπιακού ρεκόρ. Βλ. ισοφάριση. 3. ΣΤΡΑΤ. βολή εναντίον εναέριου στόχου και πρόκληση πτώσης του: ~ ελικοπτέρου/εχθρικού αεροσκάφους/πυραύλου. [< μτγν. κατάρριψις]

ισοφάριση

ισοφάριση[ἰσοφάριση] ι-σο-φά-ρι-ση ουσ. (θηλ.) & (σπάν.) ισοφάρισμα (το) 1. ΑΘΛ. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ισοφαρίζω: ~ του αντιπάλου/του σκορ. Το γκολ της ~ης.|| ~ του παγκόσμιου ρεκόρ. 2. (μτφ.-προφ.) αντιστάθμιση: ~ εσόδων και εξόδων. Πβ. ισοσκέλιση, ισοστάθμιση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.