κατέχω κα-τέ-χω ρ. (μτβ.) {κατείχα (λαϊκό) κάτεχα, κατέχ-εται, -όταν, κατέχ-οντας, (λόγ.) -ων, -όμενος} 1. έχω στην ιδιοκτησία, στην κυριότητά μου: ~ει ακίνητα/εκτάσεις/μετοχές/το ...% της εταιρείας. ~ουν μέσα παραγωγής/πλούτο.|| Δεν κατείχαν ταξιδιωτικά έγγραφα. Κατείχαν παράνομα κροτίδες.2. διαθέτω, έχω: ~ει εξουσία/το πανευρωπαϊκό ρεκόρ στην .../τα πρωτεία/την πρωτιά. ~ει επάξια το αξίωμα του προέδρου/τη φήμη του ... ~ουν άδεια άσκησης επαγγέλματος/δικαίωμα ψήφου/εμπιστευτικές πληροφορίες/τίτλους σπουδών. Κατείχε διευθυντική/ηγετική θέση.3. γνωρίζω τέλεια ή/και σε βάθος, είμαι ειδήμων: ~ει την αλήθεια/ένα μυστικό.|| ~ μια τέχνη/τεχνική. ~ει γνώσεις και ικανότητες/ξένες γλώσσες/προσόντα.|| ~ουν απόλυτα το αντικείμενο. Δεν το ~ (ενν. το θέμα). (προφ.) Το ~ει το άθλημα (: είναι εξπέρ). Πβ. ξέρω. ΑΝΤ. αγνοώ (1) ● κατέχει1. (για ξένη χώρα) εξουσιάζει, έχει καταλάβει με στρατιωτική δύναμη: Το νότιο τμήμα ~εται από τους ... ~όμενες: περιοχές.2. διακατέχει: Τον ~ ανησυχία.3. (για περιοχή) καταλαμβάνει, εκτείνεται, βρίσκεται σε: Ο Νομός ~ το βορειοδυτικό άκρο της χώρας. Περιφέρειες που ~ουν προνομιακή γεωγραφική θέση. [< 1: γαλλ. occuper] ● Παθ.: κατέχομαι: διακατέχομαι: ~εται (= κυριαρχείται, κυριεύεται) από το πάθος της .../φόβους. ~όταν από την ιδέα ότι .../το όραμα της ... Πβ. φλέγομαι. ● ΦΡ.: κατέχει δεσπόζουσα/εξέχουσα/κεντρική/περίοπτη θέση: κυριαρχεί, υπερέχει: Το μνημείο ~ ~ (μέσα) στην πόλη.|| (μτφ.) Η επιχείρηση ~ ~ στην αγορά., κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο [< αρχ. κατέχω, γαλλ. posséder]
κατέχων , ουσα, ον κα-τέ-χων επίθ. {κατέχ-οντος (θηλ. -ουσας, (λόγ.) -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που κατέχει κάτι: μέτοχος ~ ποσοστό ...%. Ο ~ την προεδρία. Εταιρεία ~ουσα άδεια εμπορίας. Πβ. ιδιοκτήτης, κάτοχος, κτήτορας, κύριος. ● ΦΡ.: μακάριοι οι κατέχοντες (συχνά ειρων.): ευτυχισμένοι όσοι έχουν εξουσία ή οικονομική δύναμη. [< λατ. beati possidentes] , οι έχοντες και κατέχοντες (ειρων.): οι πλούσιοι. [< αρχ. κατέχων]
σκήπτρο
σκήπτρο [σκῆπτρο] σκή-πτρο ουσ. (ουδ.) 1. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) πρωτεία, υπεροχή, πρωτοκαθεδρία: Διατηρεί/παρέδωσε τα ~α του. Έχουν τα ~α της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Έχασε/πήρε τα ~α του πρωταθλητή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τα ~α της ανεργίας/παχυσαρκίας. Πβ. πρωτιά.2. ράβδος από πολύτιμα υλικά ως σύμβολο βασιλικής συνήθ. εξουσίας και συνεκδ. η ίδια η εξουσία: αυτοκρατορικό/χρυσό ~.|| Ανέλαβε τα ~α. Βλ. -τρο. ● ΦΡ.: κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία & (σπάν.) τα χαλινάρια (μτφ.): έχει την εξουσία, την κυριαρχία, τον απόλυτο έλεγχο σε έναν τομέα: ~ τα ηνία του αγώνα/της επιχείρησης. Η εταιρεία ~ τα σκήπτρα στις πωλήσεις Η/Υ. [< 2: αρχ. σκῆπτρον, γαλλ.-αγγλ. sceptre]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.