Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • κατέχω κα-τέ-χω ρ. (μτβ.) {κατείχα (λαϊκό) κάτεχα, κατέχ-εται, -όταν, κατέχ-οντας, (λόγ.) -ων, -όμενος} 1. έχω στην ιδιοκτησία, στην κυριότητά μου: ~ει ακίνητα/εκτάσεις/μετοχές/το ...% της εταιρείας. ~ουν μέσα παραγωγής/πλούτο.|| Δεν κατείχαν ταξιδιωτικά έγγραφα. Κατείχαν παράνομα κροτίδες. 2. διαθέτω, έχω: ~ει εξουσία/το πανευρωπαϊκό ρεκόρ στην .../τα πρωτεία/την πρωτιά. ~ει επάξια το αξίωμα του προέδρου/τη φήμη του ... ~ουν άδεια άσκησης επαγγέλματος/δικαίωμα ψήφου/εμπιστευτικές πληροφορίες/τίτλους σπουδών. Κατείχε διευθυντική/ηγετική θέση. 3. γνωρίζω τέλεια ή/και σε βάθος, είμαι ειδήμων: ~ει την αλήθεια/ένα μυστικό.|| ~ μια τέχνη/τεχνική. ~ει γνώσεις και ικανότητες/ξένες γλώσσες/προσόντα.|| ~ουν απόλυτα το αντικείμενο. Δεν το ~ (ενν. το θέμα). (προφ.) Το ~ει το άθλημα (: είναι εξπέρ). Πβ. ξέρω. ΑΝΤ. αγνοώ (1) ● κατέχει 1. (για ξένη χώρα) εξουσιάζει, έχει καταλάβει με στρατιωτική δύναμη: Το νότιο τμήμα ~εται από τους ... ~όμενες: περιοχές. 2. διακατέχει: Τον ~ ανησυχία. 3. (για περιοχή) καταλαμβάνει, εκτείνεται, βρίσκεται σε: Ο Νομός ~ το βορειοδυτικό άκρο της χώρας. Περιφέρειες που ~ουν προνομιακή γεωγραφική θέση. [< 1: γαλλ. occuper] ● Παθ.: κατέχομαι: διακατέχομαι: ~εται (= κυριαρχείται, κυριεύεται) από το πάθος της .../φόβους. ~όταν από την ιδέα ότι .../το όραμα της ... Πβ. φλέγομαι. ● ΦΡ.: κατέχει δεσπόζουσα/εξέχουσα/κεντρική/περίοπτη θέση: κυριαρχεί, υπερέχει: Το μνημείο ~ ~ (μέσα) στην πόλη.|| (μτφ.) Η επιχείρηση ~ ~ στην αγορά., κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία βλ. σκήπτρο [< αρχ. κατέχω, γαλλ. posséder]
  • κατέχων , ουσα, ον κα-τέ-χων επίθ. {κατέχ-οντος (θηλ. -ουσας, (λόγ.) -ούσης), -οντα | -οντες (ουδ. -οντα), -όντων (θηλ. -ουσών)} (λόγ.): που κατέχει κάτι: μέτοχος ~ ποσοστό ...%. Ο ~ την προεδρία. Εταιρεία ~ουσα άδεια εμπορίας. Πβ. ιδιοκτήτης, κάτοχος, κτήτορας, κύριος. ● ΦΡ.: μακάριοι οι κατέχοντες (συχνά ειρων.): ευτυχισμένοι όσοι έχουν εξουσία ή οικονομική δύναμη. [< λατ. beati possidentes] , οι έχοντες και κατέχοντες (ειρων.): οι πλούσιοι. [< αρχ. κατέχων]

σκήπτρο

σκήπτρο [σκῆπτρο] σκή-πτρο ουσ. (ουδ.) 1. {κυρ. στον πληθ.} (μτφ.) πρωτεία, υπεροχή, πρωτοκαθεδρία: Διατηρεί/παρέδωσε τα ~α του. Έχουν τα ~α της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας. Έχασε/πήρε τα ~α του πρωταθλητή.|| (αρνητ. συνυποδ.) Τα ~α της ανεργίας/παχυσαρκίας. Πβ. πρωτιά. 2. ράβδος από πολύτιμα υλικά ως σύμβολο βασιλικής συνήθ. εξουσίας και συνεκδ. η ίδια η εξουσία: αυτοκρατορικό/χρυσό ~.|| Ανέλαβε τα ~α. Βλ. -τρο. ● ΦΡ.: κρατά/κατέχει τα σκήπτρα/τα ηνία & (σπάν.) τα χαλινάρια (μτφ.): έχει την εξουσία, την κυριαρχία, τον απόλυτο έλεγχο σε έναν τομέα: ~ τα ηνία του αγώνα/της επιχείρησης. Η εταιρεία ~ τα σκήπτρα στις πωλήσεις Η/Υ. [< 2: αρχ. σκῆπτρον, γαλλ.-αγγλ. sceptre]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.