καταθέτω κα-τα-θέ-τω ρ. (μτβ.) {κατέθε-σα (προφ.) κατάθε-σα, καταθέ-σω, κατατίθ-εται, -ενται (προφ.-εσφαλμ. καταθέτ-εται, -ονται), κατατέ-θηκε (λόγ. κατετέθ-η, -ησαν, μτχ. κατατεθ-είς, -είσα, -έν), κατατε-θεί, κατατιθέμενος, κατατεθειμένος, καταθέτ-οντας} 1. ΟΙΚΟΝ. κάνω κατάθεση: ~ χρήματα σε θυρίδα/σε ξένο συνάλλαγμα/στο ταμιευτήριο. Ο μισθός ~εται κάθε μήνα στην τράπεζα. Το ποσό ~θηκε σε κοινό λογαριασμό. ~μένα: κεφάλαια.|| (μτφ.) ~σε (= αφιέρωσε) την ψυχή του στο τραγούδι.2. (επίσ.) προσκομίζω, υποβάλλω (έγγραφο): ~ αίτημα/έκθεση πεπραγμένων/φάκελο (με στοιχεία). ~ τα χαρτιά μου στη γραμματεία/(αυτοπροσώπως/εγγράφως) την παραίτησή μου. Ο βουλευτής ~σε επερώτηση. Τα βιογραφικά ~ενται εντός της προθεσμίας. ~θηκε στη Βουλή για ψήφιση ο νέος νόμος. Κατατεθειμένη: αίτηση/πρόταση.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγή/ασφαλιστικά μέτρα/ένορκη βεβαίωση/ένσταση/έφεση/μήνυση/προσφυγή.3. ΝΟΜ. δίνω προφορική ή γραπτή μαρτυρία: ~ ως μάρτυρας σε δίκη. Ο εγκαλών ~σε ενόρκως/ψευδώς ότι ... Κλήθηκε να ~σει ενώπιον του ανακριτή/δικαστηρίου/εισαγγελέα.4. (μτφ.-επίσ.) παρουσιάζω, εκθέτω (τις απόψεις μου): ~σε (δημόσια) τις ανησυχίες/τις θέσεις/τις προτάσεις/τους προβληματισμούς του.5. (επίσ.) αποθέτω: ~θηκε στεφάνι στο μνημείο των πεσόντων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~θηκαν τα λείψανα του Αγίου (στον ναό). ● ΦΡ.: καταθέτω την εντολή (επίσ.): παραιτούμαι από κάτι που μου έχει επίσημα ανατεθεί: Τα μέλη της Επιτροπής υπέβαλαν συλλογική παραίτηση και κατέθεσαν ~ τους., καταθέτω/παραδίδω τα όπλα1. (μτφ.-συνήθ. σε αρνητ. πρόταση) εγκαταλείπω τον αγώνα, παραιτούμαι από την προσπάθεια: Μην καταθέτεις ~ στην πρώτη δυσκολία/τόσο γρήγορα! Πβ. παραδίδομαι, υποκύπτω.2. σταματώ τις εχθροπραξίες, παύω τον ένοπλο αγώνα: Τα αντίπαλα στρατεύματα παρέδωσαν ~ τους και συνθηκολόγησαν. ● βλ. κατατεθείς [< αρχ. κατατίθημι, μεσν. καταθέτω, γαλλ. déposer]
κατατεθείς
κατατεθείς, είσα, έν κα-τα-τε-θείς επίθ. {κατατεθ-έντος (θηλ. -είσας) | -έντες (θηλ. -είσες, ουδ. -έντα), -έντων (θηλ. -εισών)} (λόγ.): που κατατέθηκε: ~είσα: αίτηση/εγγυητική επιστολή/τροπολογία (στη Βουλή). ● ΣΥΜΠΛ.: σήμα κατατεθέν1. επίσημα κατοχυρωμένο διακριτικό σημείο εταιρείας (επωνυμία, λέξη, σύμβολο), που δικαιούνται να φέρουν μόνο τα προϊόντα της (σύμβ. ®). ΣΥΝ. εμπορικό σήμα, λογότυπο 2. (μτφ.) χαρακτηριστικό γνώρισμα: Το μνημείο αποτελεί/είναι το ~ ~ της πόλης. [< γαλλ. marque déposée] ● βλ. καταθέτω [< αρχ. κατατεθείς, γαλλ. déposé]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.