Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταιγίδα κα-ται-γί-δα ουσ. (θηλ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. δυνατή βροχή που μπορεί να συνοδεύεται από ισχυρούς ανέμους, αστραπές, βροντές ή/και χαλάζι: επερχόμενη/καλοκαιρινή/καταστροφική/τροπική/φονική ~. Σποραδικές/τοπικές ~ες. Εκδήλωση/πιθανότητα/σύννεφα ~ας. Πλημμύρες και ~ες. Άστατος καιρός με ~ες. Έπιασε/ξέσπασε/πλησιάζει ~. Η ~ δυναμώνει/κατευθύνεται προς .../κόπασε/μαίνεται. Σφοδρές ~ες έπληξαν/σάρωσαν τον τόπο. Αναμένονται/θα σημειωθούν ~ες. Πβ. μπόρα, μπουρίνι. Βλ. χιονο~, δρολάπι, θύελλα, κυκλώνας. 2. (μτφ.) για κάτι, συνήθ. αρνητικό, που εκδηλώνεται με ένταση και σε μεγάλο βαθμό, προκαλώντας αναταραχή: αντεργατική/αντιδραστική ~. Επικοινωνιακή ~ εναντίον της κυβέρνησης. ~ αποκαλύψεων/μηνύσεων/σκανδάλων. Έρχεται ~ νέων μέτρων/φόρων (φορο~). Οι διώξεις έχουν πάρει τη μορφή ~ας. Πβ. βροχή, καταιγισμός, λαίλαπα, ορυμαγδός, χείμαρρος, χιονοστιβάδα. ΣΥΝ. θύελλα (2) ● ΣΥΜΠΛ.: γεωμαγνητική/μαγνητική καταιγίδα: ΓΕΩΦ. προσωρινή διαταραχή του μαγνητικού πεδίου της Γης, που οφείλεται στην ηλιακή δράση., ηλεκτρική καταιγίδα: ΜΕΤΕΩΡ. που συνοδεύεται από κεραυνούς (μερικές φορές χωρίς βροχή). [< αγγλ. electric(al) storm] , τέλεια καταιγίδα: πολύ σοβαρή κατάσταση η οποία δημιουργείται από μια σειρά αστάθμητων και αρνητικών παραγόντων που εμφανίζονται ταυτόχρονα: Η ~ ~ επιδεινώνει την επισιτιστική κρίση/πλήττει την παγκόσμια οικονομία. [< αγγλ. perfect storm, 1998] [< 1: αρχ. καταιγίς, γαλλ. orage, αγγλ. storm]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.