κατακράτηση κα-τα-κρά-τη-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. παράνομη κατοχή, κράτηση: ~ δεδομένων/περιουσιακών στοιχείων/χρημάτων. Βλ. εγκλεισμός, περιορισμός, φυλάκιση.2. ΙΑΤΡ. διατήρηση από τον οργανισμό ουσίας ή συστατικού που κανονικά θα έπρεπε να είχε αποβληθεί: οξεία/παθολογική/χρόνια ~ ούρων (βλ. ανουρία). ~ κοπράνων/νατρίου και νερού. Κυτταρίτιδα/υπέρταση και ~ υγρών. Βλ. οίδημα.3. (επιστ.) συγκράτηση, μη απελευθέρωση: (ελάχιστη/επαρκής) ~ θερμότητας/οσμών/ρύπων/σκόνης/στερεών σωµατιδίων. ~ υγρασίας από το χώμα. Σύστημα/φίλτρο ~ης. [< 1: μτγν. κατακράτησις, γαλλ. détention 2,3: γαλλ. rétention]
εγκλεισμός
εγκλεισμός [ἐγκλεισμός] ε-γκλει-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): περιορισμός, απομόνωση κάποιου σε κλειστό χώρο, για λόγους θεραπείας ή σωφρονισμού: ακούσιος/αναγκαστικός/ισόβιος/ποινικός ~. ~ σε άσυλο/ίδρυμα/φυλακή (βλ. κάθειρξη, φυλάκιση)/ψυχιατρείο. ~ κρατουμένων/ζώων.|| ~ σε μοναστήρι.|| (ΨΥΧΟΛ.) Σύνδρομο ~ού.|| (ΙΑΤΡ.) ~ δοντιών (: που είναι έγκλειστα).|| (ΜΑΘ.) Αρχή ~ού-αποκλεισμού. [< μτγν. ἐγκλεισμός ‘κλείσιμο, απαγόρευση εξόδου από τη Μονή’, γαλλ. inclusion]
οίδημα
οίδημα [οἴδημα] οί-δη-μα ουσ. (ουδ.) {οιδήμ-ατος}: ΙΑΤΡ. παθολογική διόγκωση σε τμήμα του σώματος λόγω συγκέντρωσης υγρού σε μεσοκυττάριους χώρους: εγκεφαλικό/ήπιο/κυστοειδές/λεμφικό (= λεμφοίδημα)/μετεγχειρητικό/οστικό/περιφερικό/τοπικό/χρόνιο ~. ~ του κερατοειδούς/του προσώπου/του ρινικού βλεννογόνου. Ανάπτυξη/εμφάνιση/περιορισμός/υποχώρηση ~ατος. Παρουσίασε ~. Πβ. υδρωπικία.|| (ΚΤΗΝ.) Νόσος ~ατος αιγών. Πβ. πρήξιμο. Βλ. απόστημα. ● ΣΥΜΠΛ.: πνευμονικό οίδημα: ανώμαλη συσσώρευση υγρού στους πνεύμονες, συνήθ. εξαιτίας συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας: θανατηφόρο/(μη) καρδιογενές/οξύ ~ ~. ~ ~ μεγάλου υψομέτρου., αγγειονευρωτικό οίδημα βλ. αγγειονευρωτικός [< αρχ. οἴδημα, γαλλ. œdème, αγγλ. oedema, edema]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.