καταντώ [καταντῶ] κα-τα-ντώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καταντ-άς, -ά κ. -άει ... | κατάντ-ησα (λόγ.) κατήντ-ησα, καταντ-ήσει, -ώντας} & καταντάω 1. οδηγούμαι σε αρνητική, εξευτελιστική κυρ. κατάσταση, έχω δυσάρεστη, ανεπιθύμητη κατάληξη, έκβαση: (για πρόσ.) Πώς ~ησες έτσι; Κοίτα πού ~ησε! ~ησε (= έγινε) αλκοολικός. ~ησε (στο τέλος) να κοιμάται στον δρόμο. Εκεί ~ησε, να γίνει περίγελος. Εδώ που ~ήσαμε (= φτάσαμε), δεν υπάρχει ελπίδα. Πβ. καταλήγω, ξεπέφτω.|| (στο γ' πρόσ.) Η ιστορία/υπόθεση έχει ~ήσει αηδία! Το θέμα από ένα σημείο και μετά ~ά εκνευριστικό/ενοχλητικό! ~ά γελοίο/(πλέον) κουραστικό να ...2. φέρνω κάποιον σε δυσάρεστη κατάσταση: Η υπόθεση μας ~ησε ερείπια/κουρέλια. Κοίτα πώς τον ~ησε το ποτό! Τον ~ησαν (= έκαναν) σαν τα μούτρα τους. [< μτγν. καταντῶ]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.