Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταντώ [καταντῶ] κα-τα-ντώ ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {καταντ-άς, -ά κ. -άει ... | κατάντ-ησα (λόγ.) κατήντ-ησα, καταντ-ήσει, -ώντας} & καταντάω 1. οδηγούμαι σε αρνητική, εξευτελιστική κυρ. κατάσταση, έχω δυσάρεστη, ανεπιθύμητη κατάληξη, έκβαση: (για πρόσ.) Πώς ~ησες έτσι; Κοίτα πού ~ησε! ~ησε (= έγινε) αλκοολικός. ~ησε (στο τέλος) να κοιμάται στον δρόμο. Εκεί ~ησε, να γίνει περίγελος. Εδώ που ~ήσαμε (= φτάσαμε), δεν υπάρχει ελπίδα. Πβ. καταλήγω, ξεπέφτω.|| (στο γ' πρόσ.) Η ιστορία/υπόθεση έχει ~ήσει αηδία! Το θέμα από ένα σημείο και μετά ~ά εκνευριστικό/ενοχλητικό! ~ά γελοίο/(πλέον) κουραστικό να ... 2. φέρνω κάποιον σε δυσάρεστη κατάσταση: Η υπόθεση μας ~ησε ερείπια/κουρέλια. Κοίτα πώς τον ~ησε το ποτό! Τον ~ησαν (= έκαναν) σαν τα μούτρα τους. [< μτγν. καταντῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.