καταπέλτης κα-τα-πέλ-της ουσ. (αρσ.) 1. (μτφ.) για κάποιον ή κάτι που στρέφεται με έντονα επικριτικό ύφος και έλλειψη επιείκειας εναντίον προσώπου ή κατάστασης, προκαλώντας μεγάλο πλήγμα ή επιβάλλοντας βαρύτατη ποινή: ~ η γνωμοδότηση της επιτροπής/ο εισαγγελέας κατά του κατηγορουμένου. (ως παραθετικό σύνθ.) Απάντηση/απόφαση/έκθεση/πόρισμα-~ (πβ. βόμβα, κόλαφος) κατά των υπευθύνων (πβ. καταδικαστικός). Πραγματικός ~ ήταν/υπήρξε σε δηλώσεις του ο βουλευτής.|| Η είδηση ήρθε σαν ~. Βλ. κεραυνός.2. ΙΣΤ.-ΤΕΧΝΟΛ. (στην αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα) πολιορκητική μηχανή εκσφενδόνισης βλημάτων, κυρ. πετρών, φλεγόμενων υλικών ή ακοντίων. 3. ΤΕΧΝΟΛ. μεταλλική πόρτα μεγάλων διαστάσεων με μηχανισμό κίνησης ο οποίος επιτρέπει την κατακόρυφη πτώση της με σκοπό την ασφάλιση κάποιου χώρου, συνήθ. πλοίου: πρυμναίος/πρωραίος ~ για την επιβίβαση-αποβίβαση των επιβατών και των οχημάτων (= μπουκαπόρτα).4. ΤΕΧΝΟΛ. (σε αεροπλανοφόρα) μηχανική διάταξη που παρέχει βοηθητική ώθηση σε αεροσκάφος κατά την απογείωσή του, μέσω εμβόλου ατμού. [< μτγν. καταπέλτης 3: αγγλ. catapult, γαλλ. catapulte]
κεραυνός
κεραυνός κε-ραυ-νός ουσ. (αρσ.) 1. ΜΕΤΕΩΡ. ακαριαία και ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση μεταξύ νέφους και εδάφους, που προκαλείται ιδ. κατά τη διάρκεια καταιγίδας και συνοδεύεται από εκτυφλωτικό φως και βροντερό θόρυβο: σφαιρικός ~. Βροντεροί/ισχυροί ~οί. Βροντή/ισχύς/λάμψη/πτώση ~ού. Προστασία (βλ. αλεξικέραυνο)/πυρκαγιά από ~ό. ~οί και αστραπές. Πβ. αστροπελέκι.2. (μτφ.) καθετί αναπάντεχο, απειλητικό ή εξαιρετικά δυσάρεστο: δήλωση-~. Η αποκάλυψη τον χτύπησε σαν ~. Εκτόξευσε ~ούς (= μύδρους) εναντίον/κατά του ... || (κατ' επέκτ., στο ποδόσφαιρο) Έπιασε σουτ-~ό (: πολύ δυνατό). ● ΦΡ.: κεραυνός εν αιθρία βλ. αιθρία [< 1: αρχ. κεραυνός 2: γαλλ. foudre]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.