Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταπραϋντικός , ή, ό κα-τα-πρα-ϋ-ντι-κός επίθ.: που καταπραΰνει: ~ή: λοσιόν. ~ό: τζελ (αλόης). ~ά: χάπια. Βότανο με μαλακτικές και ~ές ιδιότητες (βλ. χαμομήλι). Πβ. ανακουφιστ-, κατευναστ-, πραϋντ-ικός.|| (σπάν.-μτφ.) ~ή: μουσική (= χαλαρωτική). ~ά: λόγια (= καθησυχαστικά, παρηγορητικά). ● Ουσ.: καταπραϋντικά (τα): ΦΑΡΜΑΚ. ενν. σκευάσματα ή φάρμακα: ~ για το στομάχι. ~ του βήχα. Πβ. αναλγητικά, ηρεμιστικά, παυσίπονα. Βλ. διεγερτικά, κατασταλτικά. ● επίρρ.: καταπραϋντικά [< γαλλ. palliatif]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.