καταραμένος , η, ο κα-τα-ρα-μέ-νος επίθ. 1. που τον έχουν καταραστεί· κυρ. δυστυχισμένος, κακότυχος σαν να τον βαραίνει κάποια κατάρα: Το σπίτι είναι ~ο (= στοιχειωμένο).|| ~η: γενιά. ~οι: ποιητές (: περιθωριοποιημένοι). ΑΝΤ. ευλογημένος (1) 2. (μτφ.-εμφατ., ως έκφρ. αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης) άσχημος, κακός, μισητός: ~ος: καιρός (πβ. παλιόκαιρος). ~η: αρρώστια (πβ. επάρατος)/μέρα (= αποφράδα)/συνήθεια.|| (υβριστ.) ~ε! Πβ. (τρισ)κατάρατος. ● ΦΡ.: στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< μεσν. καταραμένος, γαλλ. maudit]
Μάης
Μάης Μά-ης ουσ. (αρσ.) 1. (προφ.-λογοτ.) Μάιος: ο γαλλικός ~ (: η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών το 1968).2. ΛΑΟΓΡ. {πληθ. Μάηδες} μαγιάτικο στεφάνι. ● ΦΡ.: ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) (παροιμ.): για προσδοκία που η ικανοποίησή της μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, γεγονός που την καθιστά αμφίβολη: Έγιναν συζητήσεις για πιθανές αυξήσεις μισθών μέσα στην ερχόμενη διετία, δηλαδή, ~ ~., πιάνω τον Μάη (μτφ.): μαζεύω λουλούδια στην εξοχή, για να φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι., στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει (παροιμ.): για συνεχείς ατυχίες που υφίσταται κάποιος. Βλ. ενός κακού μύρια έπονται. [< μτγν. Μάϊος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.