Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταραμένος , η, ο κα-τα-ρα-μέ-νος επίθ. 1. που τον έχουν καταραστεί· κυρ. δυστυχισμένος, κακότυχος σαν να τον βαραίνει κάποια κατάρα: Το σπίτι είναι ~ο (= στοιχειωμένο).|| ~η: γενιά. ~οι: ποιητές (: περιθωριοποιημένοι). ΑΝΤ. ευλογημένος (1) 2. (μτφ.-εμφατ., ως έκφρ. αποδοκιμασίας ή αγανάκτησης) άσχημος, κακός, μισητός: ~ος: καιρός (πβ. παλιόκαιρος). ~η: αρρώστια (πβ. επάρατος)/μέρα (= αποφράδα)/συνήθεια.|| (υβριστ.) ~ε! Πβ. (τρισ)κατάρατος. ● ΦΡ.: στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει βλ. Μάης [< μεσν. καταραμένος, γαλλ. maudit]

Μάης

Μάης Μά-ης ουσ. (αρσ.) 1. (προφ.-λογοτ.) Μάιος: ο γαλλικός ~ (: η εξέγερση των Γάλλων φοιτητών το 1968). 2. ΛΑΟΓΡ. {πληθ. Μάηδες} μαγιάτικο στεφάνι. ● ΦΡ.: ζήσε Μάη/μαύρε μου (να φας τριφύλλι) (παροιμ.): για προσδοκία που η ικανοποίησή της μετατίθεται στο απώτερο μέλλον, γεγονός που την καθιστά αμφίβολη: Έγιναν συζητήσεις για πιθανές αυξήσεις μισθών μέσα στην ερχόμενη διετία, δηλαδή, ~ ~., πιάνω τον Μάη (μτφ.): μαζεύω λουλούδια στην εξοχή, για να φτιάξω το μαγιάτικο στεφάνι., στον καταραμένο τόπο (τον) Μάη μήνα βρέχει (παροιμ.): για συνεχείς ατυχίες που υφίσταται κάποιος. Βλ. ενός κακού μύρια έπονται. [< μτγν. Μάϊος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.