Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατασιγάζω κα-τα-σι-γά-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {κατασίγα-σε, κατασιγά-σει, (σπάν.) -στηκε, -στεί, κατασιγάζ-οντας} (λόγ.) 1. γίνομαι πιο ήπιος: Οι φωνές διαμαρτυρίας δεν έχουν ακόμη ~σει (= κοπάσει). 2. μειώνω την ένταση: ~σε τις ανησυχίες μου. Προσπάθεια να ~στεί η λαϊκή οργή. Πβ. καλμάρω, κατευνάζω, μετριάζω. [< αρχ. κατασιγάζω, γαλλ. faire taire]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.