Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατασπαράζω κα-τα-σπα-ρά-ζω ρ. (μτβ.) {κατασπάρα-ξε, κατασπαρά-ξει, -χθηκε κ. -χτηκε, -χθεί κ. -χτεί, -γμένος, κατασπαράζ-οντας} & (λόγ.) κατασπαράσσω (επιτατ.): κατακομματιάζω, ξεσκίζω και καταβροχθίζω: Ο αετός/το λιοντάρι ~ξε τη λεία του.|| (μτφ., για πρόσ.) ~ει ό,τι βρει μπροστά του (= χλαπακιάζει)! Μη δουν άνθρωπο να προκόβει, αμέσως να τον ~ξουν (= αφανίσουν, εξοντώσουν, καταστρέψουν)! [< αρχ. κατασπαράσσω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.