Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταστρέφω κα-τα-στρέ-φω ρ. (μτβ.) {κατέστρε-ψα (προφ.) κατάστρε-ψα, καταστρά-φηκε (λόγ.) κατεστράφη, καταστρα-φεί, (λόγ.) καταστρα-φείς, κατεστρα-μμένος, καταστρέφ-οντας} 1. προξενώ υλική φθορά σε κάποιον ή κάτι: Η χαλαζόπτωση ~ψε τις καλλιέργειες/την παραγωγή. Μην ~ετε το περιβάλλον! Το σπίτι ~φηκε (= γκρεμίστηκε) από τον σεισμό. Το δάσος έχει ~φεί (= καεί) απ' τη φωτιά. ~φείσα: δασική έκταση. Πβ. (εξ)αφανίζω.|| Ουσία που ~ει τα μικρόβια (= εξοντώνει, σκοτώνει). 2. (μτφ.) προκαλώ αρνητικές, βλαβερές συνέπειες: Το κάπνισμα ~ει (πβ. βλάπτω) την υγεία. Θα ~ψεις τα μάτια σου τόσες ώρες μπροστά στον υπολογιστή! Θα τον ~ψει το ποτό (πβ. αποτελειώνω).|| Το σκάνδαλο ~ψε τη ζωή/την καριέρα του. Τον ~ψαν οι κακές παρέες (πβ. διαφθείρω, χαντακώνω). ~φηκαν όλες μας οι ελπίδες. Πβ. αχρηστεύω, διαλύω, χαλώ.|| Οικονομική πολιτική που ~ει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. ● Παθ.: καταστρέφομαι: στερούμαι ή χάνω όλα μου τα υπάρχοντα: ~φηκε (οικονομικά) απ' τον τζόγο. Πβ. χρεοκοπώ. ● βλ. κατεστραμμένος [< 1: μτγν. καταστρέφω]

κατεστραμμένος

κατεστραμμένος, η, ο κα-τε-στραμ-μέ-νος επίθ. & (προφ.) καταστραμμένος: που έχει καταστραφεί: ~η: γη (πβ. καμένη). ~α: δόντια (= χαλασμένα)/μαλλιά (πβ. αδύναμα, ταλαιπωρημένα). Σπίτια ολοσχερώς ~α από τον σεισμό (= γκρεμισμένα, κατεδαφισμένα, ρημαγμένα). Πβ. φθαρμένος.|| (ΠΛΗΡΟΦ., ως μήνυμα λάθους) Το ακόλουθο αρχείο λείπει ή είναι ~ο.|| (για πρόσ.) Οικονομικά ~ (= ξοφλημένος, χρεοκοπημένος).|| ~ος: γάμος (= αποτυχημένος). ~η: οικογένεια. Πβ. διαλυμένος. ● βλ. καταστρέφω [< αρχ. κατεστραμμένος, μτχ. παθ. παρακ. του ρ. καταστρέφω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.