Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταστρατήγηση κα-τα-στρα-τή-γη-ση ουσ. (θηλ.) (επίσ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρατηγώ: μερική/παράνομη ~ εργασιακών δικαιωμάτων/νομοθεσίας/όρων σύμβασης. ~ και υπονόμευση του ωραρίου εργασίας (βλ. τήρηση). Αποτροπή ~ήσεων. Πβ. αθέτηση, καταπάτηση, παράβαση, παραβίαση.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.