Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • κατατεθείς , είσα, έν κα-τα-τε-θείς επίθ. {κατατεθ-έντος (θηλ. -είσας) | -έντες (θηλ. -είσες, ουδ. -έντα), -έντων (θηλ. -εισών)} (λόγ.): που κατατέθηκε: ~είσα: αίτηση/εγγυητική επιστολή/τροπολογία (στη Βουλή). ● ΣΥΜΠΛ.: σήμα κατατεθέν 1. επίσημα κατοχυρωμένο διακριτικό σημείο εταιρείας (επωνυμία, λέξη, σύμβολο), που δικαιούνται να φέρουν μόνο τα προϊόντα της (σύμβ. ®). ΣΥΝ. εμπορικό σήμα, λογότυπο 2. (μτφ.) χαρακτηριστικό γνώρισμα: Το μνημείο αποτελεί/είναι το ~ ~ της πόλης. [< γαλλ. marque déposée] ● βλ. καταθέτω [< αρχ. κατατεθείς, γαλλ. déposé]

καταθέτω

καταθέτω κα-τα-θέ-τω ρ. (μτβ.) {κατέθε-σα (προφ.) κατάθε-σα, καταθέ-σω, κατατίθ-εται, -ενται (προφ.-εσφαλμ. καταθέτ-εται, -ονται), κατατέ-θηκε (λόγ. κατετέθ-η, -ησαν, μτχ. κατατεθ-είς, -είσα, -έν), κατατε-θεί, κατατιθέμενος, κατατεθειμένος, καταθέτ-οντας} 1. ΟΙΚΟΝ. κάνω κατάθεση: ~ χρήματα σε θυρίδα/σε ξένο συνάλλαγμα/στο ταμιευτήριο. Ο μισθός ~εται κάθε μήνα στην τράπεζα. Το ποσό ~θηκε σε κοινό λογαριασμό. ~μένα: κεφάλαια.|| (μτφ.) ~σε (= αφιέρωσε) την ψυχή του στο τραγούδι. 2. (επίσ.) προσκομίζω, υποβάλλω (έγγραφο): ~ αίτημα/έκθεση πεπραγμένων/φάκελο (με στοιχεία). ~ τα χαρτιά μου στη γραμματεία/(αυτοπροσώπως/εγγράφως) την παραίτησή μου. Ο βουλευτής ~σε επερώτηση. Τα βιογραφικά ~ενται εντός της προθεσμίας. ~θηκε στη Βουλή για ψήφιση ο νέος νόμος. Κατατεθειμένη: αίτηση/πρόταση.|| (ΝΟΜ.) ~ αγωγή/ασφαλιστικά μέτρα/ένορκη βεβαίωση/ένσταση/έφεση/μήνυση/προσφυγή. 3. ΝΟΜ. δίνω προφορική ή γραπτή μαρτυρία: ~ ως μάρτυρας σε δίκη. Ο εγκαλών ~σε ενόρκως/ψευδώς ότι ... Κλήθηκε να ~σει ενώπιον του ανακριτή/δικαστηρίου/εισαγγελέα. 4. (μτφ.-επίσ.) παρουσιάζω, εκθέτω (τις απόψεις μου): ~σε (δημόσια) τις ανησυχίες/τις θέσεις/τις προτάσεις/τους προβληματισμούς του. 5. (επίσ.) αποθέτω: ~θηκε στεφάνι στο μνημείο των πεσόντων.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) ~θηκαν τα λείψανα του Αγίου (στον ναό). ● ΦΡ.: καταθέτω την εντολή (επίσ.): παραιτούμαι από κάτι που μου έχει επίσημα ανατεθεί: Τα μέλη της Επιτροπής υπέβαλαν συλλογική παραίτηση και κατέθεσαν ~ τους., καταθέτω/παραδίδω τα όπλα 1. (μτφ.-συνήθ. σε αρνητ. πρόταση) εγκαταλείπω τον αγώνα, παραιτούμαι από την προσπάθεια: Μην καταθέτεις ~ στην πρώτη δυσκολία/τόσο γρήγορα! Πβ. παραδίδομαι, υποκύπτω. 2. σταματώ τις εχθροπραξίες, παύω τον ένοπλο αγώνα: Τα αντίπαλα στρατεύματα παρέδωσαν ~ τους και συνθηκολόγησαν. ● βλ. κατατεθείς [< αρχ. κατατίθημι, μεσν. καταθέτω, γαλλ. déposer]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.