Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • καταχρηστικός , ή, ό κα-τα-χρη-στι-κός επίθ.: που γίνεται καθ' υπέρβαση του νόμου· που παρεκκλίνει από αυτό που θεωρείται κανονικό ή/και ορθό: (ΝΟΜ.) ~ός: όρος (δανείου). ~ή: άσκηση (δικαιώματος/εξουσίας)/εκμετάλλευση/ρήτρα/συμπεριφορά. ~ές: απολύσεις/πρακτικές/συμβάσεις/χρεώσεις. Πβ. αντικανονικός, παράτυπος.|| (ΓΡΑΜΜ.) ~ός: τύπος (π.χ. παρεισφρύω αντί παρεισφρέω). ~ή: σημασία (π.χ. αβγό με τη σημασία του ωαρίου)/χρήση μιας λέξης (π.χ. "μέταλλο που έχει κατεργαστεί" αντί "που έχει γίνει αντικείμενο κατεργασίας"). ~ό ως προς την ορθογραφία (π.χ. κάλυμα αντί κάλυμμα).|| (ΜΑΘ.) ~ό: κλάσμα (: ο αριθμητής είναι μεγαλύτερος από τον παρανομαστή). ● επίρρ.: καταχρηστικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: καταχρηστικές προθέσεις βλ. πρόθεση, καταχρηστική απεργία βλ. απεργία, καταχρηστική δίφθογγος βλ. δίφθογγος, καταχρηστική σύνθεση βλ. σύνθεση [< μτγν. καταχρηστικός, γαλλ. abusif, impropre]

απεργία

απεργία [ἀπεργία] α-περ-γί-α ουσ. (θηλ.) {απεργι-ών} 1. εκούσια, συλλογική και οργανωμένη αποχή από την εργασία, που συνοδεύεται από περικοπή μισθού και έχει ως στόχο την ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων: αιφνιδιαστική/απροειδοποίητη/γενική/καθολική/κλαδική (βλ. παν~)/μαζική/νόμιμη/πανελλαδική/πολιτική/συμβολική ~. ~ διδασκόντων/εργατών/συμβασιούχων/υπαλλήλων. ~ των εργαζομένων στο μετρό/στις τράπεζες. ~ διαρκείας/συμπαράστασης. ~ για το ασφαλιστικό/για αύξηση μισθών. Αναστολή/κήρυξη/λύση/παράταση/περιφρούρηση της ~ας. Μπαράζ ~ών. Σε κλοιό ~ών η χώρα. Το (συνταγματικά κατοχυρωμένο) δικαίωμα της ~ας. Κάλεσμα σε ~. Αναστέλλουν την/βρίσκονται σε/έχουν/κατεβαίνουν σε/πραγματοποιούν ~. Έληξε/παρατείνεται/συνεχίζεται η ~. Την ~ οργάνωσε η ΑΔΕΔΥ. Εικοσιτετράωρη ~ κήρυξε η ΓΣΕΕ. Σε τριήμερη ~ προχωρούν οι ... Μεγάλη/μικρή συμμετοχή στην ~. Κάνω ~ (= απεργώ). Σπάω την ~ (βλ. απεργοσπάστης). Στην ~ λαμβάνουν μέρος και οι εργαζόμενοι στις ΔΕΚΟ. Βλ. α(ν)εργία, αντ~, πικετοφορία. 2. προσωρινή διακοπή δραστηριοτήτων ως μορφή διαμαρτυρίας ή για τη διεκδίκηση αιτημάτων: πανευρωπαϊκή ~ φοιτητών και μαθητών. Βλ. αποχή. ● ΣΥΜΠΛ.: απεργία αλληλεγγύης: που στοχεύει στην υποστήριξη ή την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης άλλων εργαζομένων. [< αγγλ. sympathy/solidarity strike] , απεργία πείνας/δίψας: άρνηση λήψης τροφής/νερού ως έσχατη μορφή διαμαρτυρίας ή άσκησης πίεσης για την ικανοποίηση αιτήματος., καταχρηστική απεργία: που λόγω παρατεταμένης διάρκειας συνεπάγεται τη δυνατότητα καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη: Παράνομη και καταχρηστική κηρύχθηκε/κρίθηκε από το δικαστήριο η απεργία. [< γαλλ. grève abusive] , κυλιόμενη/επαναλαμβανόμενη απεργία: που πραγματοποιείται σε διαδοχικά χρονικά διαστήματα, κάποτε από διαφορετικές κατηγορίες προσωπικού ή σε διαφορετικά τμήματα μιας επιχείρησης ή υπηρεσίας: ~ ~ ανά γεωγραφικό διαμέρισμα. Απεργιακός αγώνας διαρκείας με πενθήμερες ~ες ~ες. [< αγγλ. rolling strike, 1969] , λευκή απεργία: όταν οι εργαζόμενοι προσέρχονται στον χώρο εργασίας, αλλά αρνούνται να εργαστούν και γενικότ. απέχουν από τα καθήκοντά τους. Βλ. καθιστική διαμαρτυρία, στάση εργασίας., προειδοποιητική απεργία: μικρής διάρκειας που γίνεται με σκοπό να τονιστεί η αποφασιστικότητα των εργαζομένων να διεκδικήσουν την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. [< αγγλ. warning/token strike] [< γαλλ. grève]

δίφθογγος

δίφθογγος δί-φθογ-γος ουσ. (θηλ.+ αρσ.) {διφθόγγ-ου | -ων, -ους}: ΓΡΑΜΜ. δύο φωνηεντικοί φθόγγοι που προφέρονται ως μία συλλαβή: κύριες ~οι (φωνήεν [a], [e], [o], [u] + [i] π.χ. βουητό, καημός, κορόιδο).|| (στην Αρχαία Ελληνική:) Κύριες ~οι (: αι, ει, οι, υι, αυ, ευ, ηυ, ου). Βλ. δίψηφο. ● ΣΥΜΠΛ.: καταχρηστική δίφθογγος: σύναψη ημίφωνου [j] και φωνήεντος [a, o, e, u], τα οποία συμπροφέρονται σε μια συλλαβή (π.χ. παιδιά/πρόφ. παιδjά). Βλ. συνίζηση.|| (στην Αρχαία Ελληνική:) ~ές ~οι (: ᾳ, ῃ, ῳ). [< γερμ. unechter Diphthong] [< μτγν. δίφθογγος]

πρόθεση

πρόθεση πρό-θε-ση ουσ. (θηλ.) 1. η επιθυμία, ο σκοπός κάποιου να κάνει κάτι ή να εκδηλώσει ορισμένη συμπεριφορά: δεδηλωμένη/σαφής/συνειδητή ~. ~ αγοράς/επιβολής δασμών/συμμετοχής/συνεργασίας/ψήφου. Ανακοίνωση/γνωστοποίηση/δήλωση ~ης. Αγαθές/αδιευκρίνιστες/ειρηνικές/εχθρικές ~έσεις. Ανίχνευση/διερεύνηση ~έσεων. Δεν υπάρχει ~ για περιορισμό/περιορισμού των προσλήψεων. Η ~ των δραστών ήταν να σκοτώσουν. Πήγαμε στις συνομιλίες με ~ να λύσουμε το πρόβλημα. Αναχώρησε για το εξωτερικό χωρίς ~ επανόδου. Δεν ήθελα να σε προσβάλω, δεν είχα αυτή την ~ (= δεν το έκανα σκόπιμα). Άνθρωπος με καλές/κακές ~έσεις (= καλοπροαίρετος/κακοπροαίρετος). Αποκαλύπτω/δείχνω/κρύβω τις ~έσεις μου. Πρέπει να ξεκαθαρίσουν οι ~έσεις τους. Αμφισβητώ τις ~έσεις του. (λόγ.) Είμαι ενήμερος/δεν έχω ακριβή εικόνα των ~έσεών του. ΣΥΝ. προαίρεση (1) 2. ΓΡΑΜΜ. άκλιτο μέρος του λόγου που προτάσσεται κυρ. ουσιαστικών και δηλώνει ποικίλες επιρρηματικές σχέσεις ή λειτουργεί ως πρώτο συνθετικό λέξεων: κύριες ~έσεις (π.χ. αντί, από, για, κατά, με, παρά, προς, σε). ~έσεις που συντάσσονται με αιτιατική/γενική. Ρήμα σύνθετο με ~ (π.χ. διαβάλλω). Βλ. μόριο. 3. ΙΑΤΡ. χειρουργική μέθοδος αντικατάστασης σωματικού οργάνου, μέλους ή ιστού από αντίστοιχο τεχνητό· κυρ. συνεκδ. το ίδιο το τεχνητό όργανο, μέλος ή εργαλείο: οδοντικές/οφθαλμικές ~έσεις. ~έσεις άνω/κάτω άκρων. ~έσεις σιλικόνης. ΣΥΝ. πρόσθεση (3) 4. ΕΚΚΛΗΣ. η προετοιμασία του άρτου και του οίνου για τη Θεία Ευχαριστία, η αντίστοιχη ιερή ακολουθία και ειδικότ. η κόγχη ή η μικρή τράπεζα στο ιερό ορθόδοξου ναού, όπου προετοιμάζονται τα Τίμια Δώρα. Πβ. προσκομιδή. 5. ΑΡΧ. (σπάν.) δημόσια έκθεση σορού: αμφορέας με παράσταση ~ης νεκρού. Βλ. εκφορά. ● ΣΥΜΠΛ.: καταχρηστικές προθέσεις (παλαιότ.): ΓΡΑΜΜ. προθέσεις της Ελληνικής που δεν απαντώνται σε σύνθεση με ρήματα (μέχρι, χωρίς, ένεκα, πλην)., σοβαρές προθέσεις: σχέδια, αποφάσεις που διακρίνονται από σοβαρότητα και υπευθυνότητα: Έχουν ~ ~ και διάθεση για δουλειά. Τη διαβεβαίωσε για τις ~ ~ του (: ότι σκοπεύει να την παντρευτεί). ● ΦΡ.: από/με πρόθεση & (λόγ.) εκ προθέσεως: ηθελημένα, εσκεμμένα: Είναι αφελής, δεν έκανε τίποτα από ~ (= επίτηδες).|| (NOM.) Δολοφονία/παράβαση εκ ~. Θα δικαστεί για ανθρωποκτονία από/με ~. Πβ. εκ προμελέτης. ΑΝΤ. από αμέλεια, είναι/ανήκει στις προθέσεις μου (λόγ.): έχω σκοπό να κάνω κάτι: ~ ~ του να φύγει για σπουδές στο εξωτερικό. Δεν ~ ~ της κυβέρνησης ο ανασχηματισμός., έχω (την/ως) πρόθεση να ...: σκοπεύω να: ~ει ~ συμμετάσχει στον ανοικτό διαγωνισμό. Δεν είχα την παραμικρή ~ να σου δημιουργήσω πρόβλημα., ο δρόμος για/προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις βλ. κόλαση [< 1,5: αρχ. πρόθεσις 3: γαλλ. prothèse 2,4: μτγν. πρόθεσις]

σύνθεση

σύνθεση σύν-θε-ση 1. συνδυασμός ή συνένωση στοιχείων ή μερών σε σύνολο ή/και το προϊόν που παράγεται· συνεκδ. το σύνολο των προσώπων ή στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι: ~ εικόνας και μουσικής/ήχου/ομιλίας/φωνής. ~ με λουλούδια. ~ κρεβατοκάμαρας/σαλονιού (ενν. επίπλων). (Διακοσμητική) ~ για βαφτίσια/γάμο.|| (ΚΑΛ. ΤΕΧΝ.) Αρχιτεκτονική/εικαστική/ζωγραφική/καλλιτεχνική/ποιητική/χορογραφική ~.|| ~ πληθυσμού/φαρμάκου/χρωμάτων. Ηλικιακή/ποσοστιαία ~ (ομάδας ατόμων).|| ~ Βουλής/επιτροπής/εταιρείας/οργανισμού/πληρώματος/προσωπικού/συνέλευσης/τμήματος/τομέα/υπηρεσίας. Η ~ της νέας κυβέρνησης. Μετοχική ~. Αλλαγή/μέλος ~ης. Πβ. σύσταση.|| (ΑΘΛ.) ~ ανάγκης (: από αναπληρωματικούς κυρ. παίκτες). Με ποια ~ θα παίξει η ομάδα;|| (ΣΤΡΑΤ.) ~ του στόλου/των Ενόπλων Δυνάμεων.|| (ΧΗΜ.) Αέριο ~ης (: το καύσιμο προϊόν της αεριοποίησης βιομάζας). 2. ΜΟΥΣ. σύλληψη και δημιουργία πρωτότυπου μουσικού έργου, το ίδιο το έργο και ο σχετικός κλάδος της μουσικής: ~ κομματιού/κύκλου/μελωδίας/όπερας/συμφωνίας/τραγουδιού.|| Έντεχνη/κλασική/λαϊκή/ξένη ~. ~ για κιθάρα/πιάνο. ~ για σόλο και ορχήστρα/για πέντε όργανα και φωνή. ~ σε ρυθμό .../χρόνο ... Γράφω/παίζω μια ~.|| Σπουδάζει ~. 3. ΓΛΩΣΣ. ένωση δύο ή περισσότερων λέξεων για τον σχηματισμό μιας νέας (σύνθετη λέξη): παραγωγή και ~. 4. ΒΙΟΛ. διαδικασία κατά την οποία οι ζωντανοί οργανισμοί παράγουν και επεξεργάζονται τις απαραίτητες ουσίες για τις βασικές λειτουργίες τους. Βλ. πρωτεϊνο~, φωτο~. ΣΥΝ. βιοσύνθεση 5. ΦΥΣ. διαδικασία καθορισμού της συνισταμένης μεγεθών: ~ δυνάμεων/κινήσεων/ταχυτήτων. 6. ΦΙΛΟΣ. το τρίτο στάδιο στη διαλεκτική φιλοσοφία του Χέγκελ (θέση-αντίθεση-σύνθεση), στο οποίο επιτυγχάνεται η υπέρβαση των αντιτιθέμενων απόψεων και η συναρμογή τους σε ένα ενιαίο φιλοσοφικό σύστημα. 7. ΤΥΠΟΓΡ. στοιχειοθεσία ή κατάλληλη τοποθέτηση των έτοιμων τυπογραφικών φύλλων για τον σχηματισμό ενός βιβλίου: ~ δεκαεξασέλιδου.|| (ΤΕΧΝΟΛ.-ΦΩΤΟΓΡ.) Αφαιρετική/προσθετική τρίχρωμη μέθοδος ~ης (: μέθοδοι αναπαραγωγής χρωμάτων σε τυπογραφία, φωτογραφία και οπτικοακουστικά μέσα). ● ΣΥΜΠΛ.: γνήσια σύνθεση: ΓΛΩΣΣ. κατά την οποία παθαίνει μεταβολές το α' ή β' συνθετικό και συνήθ. παρεμβάλλεται το συνδετικό φωνήεν -ο-: π.χ. ανεμ-ό-μυλος., καταχρηστική σύνθεση: ΓΛΩΣΣ. όταν τα συνθετικά δεν παρουσιάζουν αλλαγές κατά τη διαδικασία της σύνθεσης, εκτός από πιθανή μετακίνηση του τόνου: π.χ. Κηπούπολη., σύνθεση φωνής: ΠΛΗΡΟΦ. μετατροπή ψηφιακών δεδομένων ή μαγνητοφωνημένων φθόγγων σε κυματομορφή ανθρώπινης φωνής.[< αγγλ. speech synthesis, 1961] , χαλαρή σύνθεση βλ. χαλαρός , [< αρχ. σύνθεσις ‘συνένωση, συνδυασμός, συμφωνία’, γαλλ. constitution, synthèse, αγγλ. synthesis 2: γαλλ. composition 6: γερμ. Synthese]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.