καταχωρώ [καταχωρῶ] κα-τα-χω-ρώ ρ. (μτβ.) {καταχωρ-είς ..., -ώντας | καταχώρ-ησα, -ήσει, -είται, -ήθηκε, -ηθεί, -ούμενος, -ημένος}: καταγράφω, εγγράφω· σπανιότ. δημοσιεύω: Η αίτηση ~είται κατά αλφαβητική/χρονική σειρά στη βάση δεδομένων. Λέξη που ~ήθηκε στο λεξικό. Η συλλογή δεν έχει ακόμα ~ηθεί στον ηλεκτρονικό κατάλογο της βιβλιοθήκης. Μη ~ημένα εμπορικά σήματα/στοιχεία. Πβ. περνώ. Βλ. πρωτοκολλώ.|| Η εφημερίδα ~ησε την αγγελία. ΣΥΝ. καταχωρίζω [< πβ. μτγν. καταχωρῶ ‘υποχωρώ, παραχωρώ’, γαλλ. enregistrer]
πρωτοκολλώ
πρωτοκολλώ [πρωτοκολλῶ] πρω-το-κολ-λώ ρ. (μτβ.) {πρωτοκολλ-ά κ. -εί ... | πρωτοκόλλ-ησε, -άται κ. -είται, -ήθηκε, -ημένος}: καταχωρώ έγγραφο στο πρωτόκολλο: Αίτηση που ~είται από την αρμόδια υπηρεσία. Η επιστολή ~ήθηκε με αριθμό ... [< γαλλ. enregistrer, γερμ. protokollieren]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.