κατηγορούμενο κα-τη-γο-ρού-με-νο ουσ. (ουδ.): ΓΡΑΜΜ. όρος της πρότασης που συνήθ. συντάσσεται με συνδετικό ρήμα (π.χ. είμαι, γίνομαι) και αποδίδει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ή το αντικείμενο, π.χ. η λ. "ψηλός" στην πρόταση "Ο αδελφός μου είναι ψηλός": Επιρρηματικό ~ (: που δηλώνει χρόνο, τρόπο, αιτία, σειρά), π.χ. περπατούσε σκυφτή (= σκυφτά). Προληπτικό ~ (: όταν το ρήμα δηλώνει σκοπό ή αποτέλεσμα), π.χ. σπουδάζει φυσικός (= για να γίνει φυσικός). [< αρχ. κατηγορούμενον, γαλλ. attribut]
κατηγορούμενος, κατηγορούμενη κα-τη-γο-ρού-με-νος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -μένου | (λόγ.) θηλ. κατηγορουμένη} ΑΝΤ. κατήγορος 1. ΝΟΜ. πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη από τον εισαγγελέα: ο συνήγορος του ~μένου. Αθώωση του ~μένου. Ο ~ απολογήθηκε/καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης ... ετών/κρίθηκε ένοχος. Βλ. συγ~.2. ΝΟΜ. αυτός στον οποίο αποδίδεται αξιόποινη πράξη κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ή που καταγγέλλεται ως ένοχος για αυτήν, ύποπτος: ~ για απάτη/βιασμό/ληστεία/φόνο. Η εξέταση/τα δικαιώματα του ~μένου. Ο ~ κλήθηκε σε απολογία/προφυλακίστηκε. (ως επίθ.) ~η: εταιρεία. Πβ. εγκαλού-, εναγό-, καταγγελλό-μενος.3. (κατ' επέκτ.) όποιος ή ό,τι κατηγορείται δημόσια για κάτι: ~οι για ψεύδη. Οι πυλώνες υψηλής τάσης είναι ~οι για πρόκληση λευχαιμίας. ● ΦΡ.: στο εδώλιο (του κατηγορουμένου) βλ. εδώλιο [< αρχ. κατηγορούμενοι, γαλλ. accusé]
εδώλιο
εδώλιο [ἑδώλιο] ε-δώ-λι-ο ουσ. (ουδ.) {εδωλίου} (λόγ.): θέση, κάθισμα συνήθ. σε δικαστήριο ή αρχαίο θέατρο: το ~ του εφετείου (πβ. έδρανο).|| Λίθινα/μαρμάρινα ~α του κοίλου. ● ΦΡ.: στο εδώλιο (του κατηγορουμένου): για να δηλωθεί ότι κάποιος οδηγείται σε δίκη, δικάζεται ή γενικότ. κατηγορείται: Βρέθηκε/κάθισε ~ ~ για ανθρωποκτονία/δωροδοκία. Πβ. καθίζω κάποιον/κάθομαι στο σκαμνί. [< αρχ. ἑδώλιον]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.